Τεύχος Έκτο - Υποσημειώσεις στο κεφάλαιο της σοφίας

Φαί­νο­νται με­γά­λοι για­τί εί­μα­στε σκυ­φτοί
Και­ρός να ση­κω­θού­με να σκύ­ψου­νε αυ­τοί.
(σύν­θη­μα που α­κου­γό­ταν α­πό ο­ρι­σμέ­να φοι­τη­τι­κά μπλοκ στις πο­ρεί­ες)

Η εκ­παι­δευτι­κή δια­δι­κα­σί­α, σαν μέ­θο­δος και σαν σκο­πός, βρί­σκε­ται για διά­φο­ρους λό­γους στο μά­τι του κυ­κλώ­να της κα­πι­τα­λι­στι­κής α­να­διάρ­θρω­σης πα­γκό­σμια τα τε­λευ­ταί­α τριά­ντα χρό­νια. Στην Ελ­λά­δα, ει­δι­κό­τε­ρα η κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή στον συ­γκε­κρι­μέ­νο το­μέ­α, αν λά­βου­με σο­βα­ρά υ­πό­ψη την γνώ­μη των ει­δι­κών (που σιγά να μην την λά­βου­με), πά­σχει α­πό τα σύν­δρο­μα «α­που­σί­α μα­κρο­πρό­θε­σμου ορά­μα­τος» και «το α­νέ­φι­κτο των με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων». «Η εκ­παι­δευ­τι­κή κρί­ση και η α­νά­γκη α­ντι­με­τώ­πι­σης της», οι προ­τά­σεις με­ρι­κών «ει­δι­κών» (ε­πι­τρο­πή σοφών) με βά­ση τις ο­ποί­ες φτιά­χτη­κε έ­να προ­σχέ­διο νό­μου, που «διέρ­ρευ­σε» στο δη­μό­σιο χώ­ρο πριν κα­τα­τε­θεί και η με­τά α­πό χρό­νια δυ­να­μι­κή α­πά­ντη­ση των φοι­τη­τών σε ό­λα αυ­τά, ή­ταν οι πρώ­τες ύ­λες αυ­τού που σχε­δόν κα­θη­με­ρι­νά ζήσα­με για έ­να δί­μη­νο, α­πό τον πε­ρα­σμέ­νο Μά­ιο.
Εί­ναι α­νά­γκη μια έ­στω συ­νο­πτι­κή α­νά­γνω­ση του ζη­τή­μα­τος της εκ­παί­δευ­σης και της κα­τα­νό­η­σης της «κρί­σης» της μέ­σα σε μια ι­στο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή, προκει­μέ­νου να γί­νει δυ­να­τή η κα­τα­νό­η­ση της κα­τά­στα­σης που δια­μορ­φώ­νε­ται σήμε­ρα τό­σο για τα α­φε­ντι­κά, ό­σο και για μας.
Η α­νώ­τε­ρη εκ­παί­δευ­ση στον κα­πι­τα­λι­σμό κα­λεί­ται να ε­πι­τε­λέ­σει -γε­νι­κά μιλώ­ντας- δύ­ο λει­τουρ­γί­ες. Α­φε­νός μια λει­τουρ­γί­α τε­χνι­κή/πα­ρα­γω­γι­κή και αφε­τέ­ρου μια λει­τουρ­γί­α ι­δε­ο­λο­γι­κή/α­να­πα­ρα­γω­γι­κή. Η πρώ­τη συ­νί­στα­ται στην δη­μιουρ­γί­α ε­νός ε­ξει­δι­κευ­μέ­νου σε α­νώ­τε­ρο ε­πί­πε­δο ερ­γα­τι­κού δυ­ναμι­κού ι­κα­νού να στε­λε­χώ­σει την κα­πι­τα­λι­στι­κή μη­χα­νή σε κά­θε τμή­μα της στις υ­ψη­λές ή έ­στω στις με­σαί­ες θέ­σεις της ιε­ραρ­χί­ας του κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γασί­ας. Η δεύ­τε­ρη συ­νί­στα­ται στην με­τα­βί­βα­ση σ’ αυ­τό τον πλη­θυ­σμό ε­νός συνό­λου α­ντι­λή­ψε­ων και ι­δε­ών, ε­νός τρό­που θέ­α­σης του κό­σμου δη­λα­δή, στα πλαίσια του ο­ποί­ου κε­ντρι­κή θέ­ση θα κα­τέ­χει η αρ­χή της ε­κλο­γί­κευ­σης και της δι­καί­ω­σης της κυ­ρί­αρ­χης ι­δε­ο­λο­γί­ας. Κρί­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευσης ση­μαί­νει χο­ντρι­κά α­δυ­να­μί­α ε­πι­τυ­χούς ε­πι­τέ­λε­σης των πα­ρα­πά­νω λει­τουρ­γιών.
Υ­πό αυ­τή την ο­πτι­κή η κρί­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευ­σης δεν εί­ναι καινούρ­γιο φαι­νό­με­νο. Ε­πί­σης η αι­τιο­λο­γί­α του, α­πό μια α­ντα­γω­νι­στι­κή σκο­πιά, δεν πρέ­πει να α­να­ζη­τεί­ται σε «τε­χνι­κές» δυ­σλει­τουρ­γί­ες του συ­στή­μα­τος. Εί­ναι φαι­νό­με­νο κοι­νω­νι­κό-ι­στο­ρι­κό, φαι­νό­με­νο προσ­διο­ρι­σμέ­νο δη­λα­δή από τον κοι­νω­νι­κό α­ντα­γω­νι­σμό και έ­χει μια ι­στο­ρί­α του­λά­χι­στον σα­ρά­ντα χρό­νων.
Ή­ταν μέ­σα στην δε­κα­ε­τί­α του ‘60 ό­ταν για πρώ­τη φο­ρά σε μια ι­στο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή αμ­φι­σβη­τή­θη­κε, τό­σο έ­ντο­να και σε τό­σο με­γά­λο βά­θος, η κα­πι­τα­λι­στι­κή εκπαί­δευ­ση συ­νο­λι­κά και το πα­νε­πι­στή­μιο ει­δι­κό­τε­ρα, α­πό τους ί­διους τους φοι­τη­τές με τρό­πο ρι­ζι­κό και σφο­δρό. Οι ε­πα­να­στά­τες φοι­τη­τές του Μπέρ­κλεϋ και των άλ­λων πα­νε­πι­στη­μί­ων των Η­ΠΑ, της Σορ­βόν­νης και της Πρά­γας, του Βελι­γρα­δί­ου και της Ι­σταν­μπούλ, του Τό­κιο και της πό­λης του Με­ξι­κό, για να κάνου­με μια εν­δει­κτι­κή α­να­φο­ρά σε μια πο­λι­τι­κή γε­ω­γρα­φί­α που έ­τει­νε να ε­πεκτα­θεί σε ό­λα τα μή­κη και τα πλά­τη του ι­διω­τι­κού και του γρα­φειο­κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, θέ­σα­νε ε­νώ­πιον της κυ­ριαρ­χί­ας έ­να α­πλό ζή­τη­μα. Το ζή­τη­μα της γνώ­σης και του τρό­που πα­ρα­γω­γής της, το ζή­τη­μα της δή­θεν «α­ντι­κει­με­νικό­τη­τας» του χα­ρα­κτή­ρα της, και το ζή­τη­μα του «ορ­θο­λο­γι­κά» προσ­διο­ρι­σμένου σκο­πού της. Με πιο α­πλούς ό­ρους: θέ­σα­νε το ζή­τη­μα της κα­πι­τα­λι­στι­κής γνώ­σης σαν γνώ­σης που στο­χεύ­ει στον ε­ξορ­θο­λο­γι­σμό του κα­πι­τα­λι­σμού. Στο­χεύ­ο­ντας έ­τσι στην καρ­διά της ι­δε­ο­λο­γι­κής λει­τουρ­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου.
Και αυ­τά τα πράγ­μα­τα που λέ­με δεν τα θέ­σα­νε σε κα­νέ­να διε­θνές ε­πι­στη­μο­νικό συ­νέ­δριο (αν και έ­γι­νε και αυ­τό), ού­τε σε κα­μί­α α­νώ­δυ­νη συ­ζή­τη­ση υ­ψη­λής φι­λο­σο­φί­ας. Τα θέ­σα­νε στα αμ­φι­θέ­α­τρα και στους δρό­μους, τα θέ­σα­νε σε συ­νελεύ­σεις και στα ο­δο­φράγ­μα­τα, τα θέ­σα­νε σε συλ­λο­γι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα αυ­το­μόρ­φω­σης και σε άλ­λους α­ντα­γω­νι­στι­κούς θε­σμούς που δη­μιουρ­γή­σα­νε, τα θέ­σα­νε στα ερ­γο­στά­σια και στις γει­το­νιές των εκ­με­ταλ­λευό­με­νων. Για πα­ρά­δειγ­μα το σύν­θη­μα «Το πιο φω­τει­νό πα­νε­πι­στή­μιο, εί­ναι αυτό που καί­γε­ται», μπο­ρεί να α­κού­γε­ται «α­κραί­ο» (ή έ­στω «γρα­φι­κό») στους και­ρούς που ζού­με, αλ­λά δεν το ε­πι­νό­η­σαν χού­λι­γκαν ούτε α­ναρ­χι­κοί. Το ε­πι­νό­η­σαν υ­πο­κεί­με­να του κοι­νω­νι­κού α­ντα­γω­νι­σμού, που είχαν διεισ­δύ­σει σε βα­θύ­τε­ρα στρώ­μα­τα την κα­τα­νό­η­ση τους για αυ­τόν τον κόσμο.
Αυ­τή η κα­τα­νό­η­ση τους ω­θού­σε να θέ­σουν πα­ράλ­λη­λα μια διαυ­γή συ­νεί­δη­ση: ότι κρί­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευ­σης, κρί­ση του πα­νε­πι­στη­μί­ου, κρί­ση της ί­διας της γνώ­σης, α­πο­τε­λούν κλα­διά ε­νός δέν­δρου που οι ρί­ζες του φτάνουν στην καρ­διά της κα­πι­τα­λι­στι­κής σχέ­σης: στην ί­δια την ύ­παρ­ξη του κε­φαλαί­ου και στην ί­δια την ύ­παρ­ξη της κυ­ριαρ­χί­ας.
Αυ­τή η συ­νεί­δη­ση υ­πήρ­ξε μια κα­τά­κτη­ση του κοι­νω­νι­κού α­ντα­γω­νι­σμού που δεν χω­ρού­σε συμ­βι­βα­σμούς. Η α­να­τρο­πή της κα­πι­τα­λι­στι­κής εκ­παί­δευ­σης και δη­μιουρ­γί­α ε­νός νέ­ου θε­σμού ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κού δεν μπο­ρεί πα­ρά να πη­γαίνει χέ­ρι με χέ­ρι με την κα­τα­στρο­φή της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και την δη­μιουρ­γί­α μιας άλ­λης κοι­νω­νι­κής θέ­σμι­σης.
Μια κα­τά­κτη­ση που α­φο­ρού­σε α­κρι­βώς τα συλ­λο­γι­κά υ­πο­κεί­με­να που θέ­τα­νε το ζή­τη­μα σε αυ­τή την βάση. Ε­πει­δή πα­ράλ­λη­λα με αυ­τά α­να­πτυσ­σό­ταν μια τά­ση με­ταρ­ρύθ­μι­σης του α­στικού πα­νε­πι­στή­μιου, μια τά­ση που εκ­φρα­ζό­ταν α­πό την πα­ρα­δο­σια­κή α­ρι­στε­ρά και έ­κα­νε ση­μαί­α της συν­θή­μα­τα ό­πως «δη­μό­σια και δω­ρε­άν παι­δεί­α», «μεί­ωση των τα­ξι­κών φραγ­μών στην εκ­παι­δευ­τι­κή δια­δι­κα­σί­α», «συν­δια­χεί­ρι­ση» των πα­νε­πι­στη­μί­ων α­πό φοι­τη­τές και κα­θη­γη­τές, κλπ.
Με δε­δο­μέ­νο -ό­πως εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στό- ό­τι η κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νί­α άντε­ξε στην ε­πί­θε­ση της έ­μπρα­κτης αμ­φι­σβή­τη­σης της, και το ί­διο το πα­νε­πιστή­μιο δια­τη­ρή­θη­κε ως κα­πι­τα­λι­στι­κός θε­σμός. Το κορ­μί του ό­μως έ­μει­νε βαθιά χα­ραγ­μέ­νο α­πό τα ση­μά­δια που του προ­κά­λε­σε η φοι­τη­τι­κή α­νταρ­σί­α, έ­στω και αν πολ­λά α­πό αυ­τά γί­να­νε για μια πε­ρί­ο­δο ο α­πα­ραί­τη­τος ό­ρος για να συνε­χί­σει να ε­πι­τε­λεί το ρό­λο με τον ο­ποί­ο ε­πι­φορ­τί­στη­κε.
Η δη­μιουρ­γί­α κά­ποιων «ελεύ­θε­ρων πα­νε­πι­στη­μί­ων» με την ε­φαρ­μο­γή ρι­ζο­σπα­στι­κών προ­γραμ­μά­των σπου­δών και με αυ­το­δια­χει­ρι­στι­κή λει­τουρ­γί­α ή­ταν το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο α­πο­τέλε­σμα των α­γώ­νων των ρι­ζο­σπα­στών φοι­τη­τών μέ­σα στις σχο­λές. Η συμ­με­το­χή των φοι­τη­τών στα όρ­γα­να διοί­κη­σης των πα­νε­πι­στη­μί­ων («συν­δια­χεί­ρι­ση») και ο πε­ριο­ρι­σμός της κα­θη­γη­τι­κής ε­ξου­σί­ας, η πα­ρο­χή δω­ρε­άν συγ­γραμ­μά­των και η με­ρι­κή χο­ρή­γη­ση στέ­γης και σί­τι­σης, το δι­καί­ω­μα πρό­σβα­σης στην α­νώτε­ρη βαθ­μί­δα εκ­παί­δευ­σης και με­λών των χα­μη­λό­τε­ρων οι­κο­νο­μι­κών στρω­μάτων, ή­ταν με­ρι­κά α­πό τα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα α­πο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τών των α­γώ­νων, ό­πως εκ­φρά­στη­καν μέ­σα α­πό την «δι­καί­ω­ση» των αι­τη­μά­των της α­ρι­στε­ράς1.
Ό­πως ό­μως εί­ναι –ε­πί­σης- ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στό, στον κα­πι­τα­λι­σμό δεν υ­πάρ­χουν μο­νί­μως κε­κτη­μέ­να, αλ­λά μό­νο προ­σω­ρι­νά προ­κε­χω­ρη­μέ­να φυ­λά­κια, που α­νά πά­σα στιγ­μή, ε­φό­σον οι ε­μπό­λε­μοι το ε­πι­τρέ­ψουν, μπο­ρούν να χα­θούν. Η ήτ­τα τόσων των φοι­τη­τι­κών υ­πο­κει­μέ­νων ό­σο και του ευ­ρύ­τε­ρου κοι­νω­νι­κού α­ντα­γωνι­στι­κού κι­νή­μα­τος, και η α­φο­μοί­ω­ση του, α­φε­νός άλ­λα­ξε το χα­ρα­κτή­ρα αυ­τών των κα­τα­κτή­σε­ων, και α­φε­τέ­ρου έ­δω­σε την ευ­και­ρί­α στα α­φε­ντι­κά να α­ντεπι­τε­θούν, να πά­ρουν πί­σω δη­λα­δή ό­,τι εί­χαν δώ­σει, ό­χι μό­νο στο πα­νε­πι­στή­μιο αλ­λά και στην κοι­νω­νί­α, πράγ­μα που άλ­λα­ξε για μια φο­ρά τα δε­δο­μέ­να και δημιούρ­γη­σε και­νούρ­γιες συν­θή­κες. Η α­πό­πει­ρα α­ντε­πί­θε­σης των α­φε­ντι­κών στα πλαί­σια της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης ρύθ­μι­σης, η α­πό­πει­ρα ε­πί­θε­σης δη­λα­δή στις κα­τα­κτή­σεις των προ­η­γού­με­νων δε­κα­ε­τιών, έ­λα­βε την κω­δι­κή ο­νο­μα­σί­α «κρίση της α­νώ­τα­της εκ­παί­δευ­σης». Α­πό τις αρ­χές τα δε­κα­ε­τί­ας του ‘80 πα­γκό­σμια, αλ­λά και στην Ελ­λά­δα ή­δη α­πό τις αρ­χές της με­τα­πο­λί­τευ­σης, γι­νό­μα­στε μάρτυ­ρες μιας νο­μο­σχε­διο­λο­γί­ας, με την ο­ποί­α εκ­δη­λώ­νε­ται η α­ντε­πί­θε­ση αυτή, μια νο­μο­σχε­διο­λο­γί­α που (υ­πο­τί­θε­ται ό­τι) έ­χει στό­χο κά­θε φο­ρά την υ­πέρ­βα­ση αυ­τής της «κρί­σης».
Ε­δώ υ­πάρ­χει έ­να ζή­τη­μα που α­παι­τεί διευ­κρί­νι­ση. Και τα α­φε­ντι­κά μι­λά­νε για «κρί­ση» και ε­μείς, τα α­ντα­γω­νι­στι­κά υ­πο­κεί­με­να μι­λά­με για κρί­ση. Εν­νοού­με ό­μως τα ί­δια πράγ­μα­τα; Προ­φα­νώς ό­χι. Μι­λώ­ντας για κρί­ση ε­μείς εν­νο­ούμε την ε­πι­θε­τι­κή κί­νη­ση των φοι­τη­τών ε­νά­ντια στον κρα­τι­κό θε­σμό πα­νε­πιστή­μιο ως πα­ρα­γω­γι­κό και ι­δε­ο­λο­γι­κό προ­μα­χώ­να της κυ­ριαρ­χί­ας. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το ε­πι­χεί­ρη­μα της «κρί­σης» τα α­φε­ντι­κά δη­λώ­νουν την ε­πι­θε­τι­κή τους κί­νη­ση ε­νά­ντια στις κα­τα­κτή­σεις του φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος των προ­η­γού­με­νων δε­κα­ε­τιών. Πιο α­πλά: κρί­ση α­πό την α­ντα­γω­νι­στι­κή σκο­πιά ση­μαί­νει έ­μπρα­κτη κρι­τι­κή, «κρί­ση» α­πό την πλευ­ρά της κυ­ριαρ­χί­ας ση­μαί­νει τε­χνι­κή δυ­σλει­τουρ­γί­α στην πα­ρα­γωγή κέρ­δους και στην μεί­ω­ση του κό­στους. Σε πρα­κτι­κό ε­πί­πε­δο οι δύ­ο αυ­τές κατα­στά­σεις μπο­ρεί να συ­νυ­πάρ­χουν, μπο­ρεί και ό­χι, α­νά­λο­γα με την ε­κά­στο­τε κοι­νω­νι­κό-ι­στο­ρι­κή συν­θή­κη.
Η κυ­ρί­αρ­χη ι­δε­ο­λο­γί­α έ­χει προσ­διο­ρί­σει σε έ­να βαθ­μό τις συ­ντε­ταγ­μέ­νες της ση­με­ρι­νής «κρί­σης». Γι’ αυ­τήν το πα­νε­πι­στή­μιο -και δη το μα­ζι­κό πα­νεπι­στή­μιο- ως κρα­τι­κός θε­σμός εί­ναι ξε­πε­ρα­σμέ­νος, ό­σον α­φο­ρά την οι­κο­νο­μική του συ­νι­στώ­σα, α­φού α­νή­κει σε προ­η­γού­με­νες μορ­φές κρα­τι­κής θέ­σμι­σης. Για το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κρά­τος το μα­ζι­κό πα­νε­πι­στή­μιο κο­στί­ζει πο­λύ πε­ρισσό­τε­ρο α­πό ό,­τι προ­σφέ­ρει. Α­που­σί­α δι­δά­κτρων, δω­ρε­άν συγ­γράμ­μα­τα, σί­τι­ση και στέ­γα­ση (έ­στω και στο μι­κρό βαθ­μό που προ­σφέ­ρο­νται), δεν ή­ταν πο­τέ α­ντίδω­ρα κα­λών προ­θέ­σε­ων, ή­ταν πά­ντα κα­τα­κτή­σεις και εν­δεί­ξεις ε­νός συ­σχε­τισμού δυ­νά­με­ων που εί­χε α­ντι­στρα­φεί. Το νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κρά­τος, σαν μια σχέση που εκ­φρά­ζει έ­να α­ντί­θε­το συ­σχε­τι­σμό δύ­να­μης, που εκ­φρά­ζει την υ­πε­ροχή των α­φε­ντι­κών στην πά­λη τους με τους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους τεί­νει να ξα­ναπά­ρει πί­σω ό­τι έχει κερδηθεί. Το αν δεν το έ­χει κα­τα­φέ­ρει α­κό­μα στο πανε­πι­στή­μιο, ό­πως το έ­χει κα­τα­φέ­ρει για πα­ρά­δειγ­μα στην πα­ρα­γω­γή, ο­φεί­λε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό στο γε­γο­νός ό­τι πα­ρά τον με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό κα­τά κύ­ριο λόγο χα­ρα­κτή­ρα του ση­με­ρι­νού φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος, το ί­διο έ­χει κα­τα­φέ­ρει να δια­τη­ρή­σει κά­ποια κε­κτη­μέ­να του πα­ρελ­θό­ντος. Αυ­τή άλ­λω­στε εί­ναι η πραγμα­τι­κό­τη­τα που ο­ξύ­νει πε­ραι­τέ­ρω την «κρί­ση» -ει­δι­κά στην Ελ­λά­δα.
Ω­στό­σο, η ση­με­ρι­νή κρί­ση λαμ­βά­νει μια πιο σύν­θε­τη μορ­φή. Έ­να α­πό τα συν­θετι­κά της στοι­χεί­α εί­ναι η ρι­ζι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση α­πό το νέ­ο πλη­ρο­φο­ρια­κό πα­ράδειγ­μα της κε­ντρι­κό­τη­τας του πα­νε­πι­στη­μί­ου σαν θε­σμού πα­ρα­γω­γής/διά­δοσης της γνώ­σης. Το δια­δί­κτυο, πα­ρό­λο που δεν έ­χει α­κό­μα ξε­δι­πλώ­σει ό­λες τις δυ­να­τό­τη­τες του στον με­τα­σχη­μα­τι­σμό και αυ­τής της σχέ­σης, έ­χει ή­δη βάλει τέ­τοιου τύ­που ζη­τή­μα­τα. Θα α­να­φέ­ρου­με μό­νο έ­να σχε­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα. Στις Η­ΠΑ και γε­νι­κό­τε­ρα στις χώ­ρες της Δύ­σης (αλ­λά και στην Ελ­λά­δα σι­γά-σι­γά), ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι α­σθε­νείς πά­νε στο για­τρό για να ζη­τή­σουν συμ­βου­λή για το πρό­βλη­μα υ­γεί­ας που α­ντι­με­τω­πί­ζουν, ό­χι ως πρό­βα­τα ε­πί σφα­γήν ό­πως γι­νό­ταν μέ­χρι πρό­σφα­τα, αλ­λά έ­χο­ντας ή­δη μια ά­πο­ψη γι’ αυ­τό το πρό­βλημα, σερ­φά­ρο­ντας α­πό πριν στις α­ντί­στοι­χες ι­στο­σε­λί­δες που α­φο­ρούν την κα­τάστα­ση τους στο δια­δί­κτυο. Έ­τσι ό­μως, η α­συμ­με­τρί­α της σχέ­σης για­τρού-α­σθενούς, που σε έ­να βαθ­μό ο­φεί­λε­ται στην μο­νο­πώ­λη­ση της γνώ­σης της υ­γεί­ας από τον για­τρό (μια γνώ­ση με κατ’ α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα πα­νε­πι­στη­μια­κή κα­τα­γωγή), κλο­νί­ζε­ται. Α­ντι­κρί­ζου­με δη­λα­δή την α­νά­δυ­ση μιας συ­γκρου­σια­κής σχέσης κα­το­χής και δια­χεί­ρι­σης της πλη­ρο­φο­ρί­ας, στην ο­ποί­α το πα­νε­πι­στή­μιο χά­νει συ­νε­χώς πό­ντους α­πό το δια­δί­κτυο.
Οι ση­με­ρι­νές α­νά­γκες του κε­φα­λαί­ου ό­μως έ­χουν αλ­λά­ξει τις προ­τε­ραιό­τητες της πα­ρε­χό­με­νης εκ­παί­δευ­σης. Εντάξει, η γνώ­ση που πα­ρέ­χει το πα­νε­πι­στή­μιο εί­ναι γνώ­ση κα­πι­τα­λι­στι­κή. Δεν παύ­ει ό­μως ταυ­τό­χρο­να να εί­ναι και γνώ­ση που δεν εί­ναι μέ­χρι τέ­λους α­ξιο­ποι­ή­σι­μη, δεν παύ­ει να εί­ναι γνώ­ση πιο πο­λύ ε­πι­στη­μο­νι­κή/θε­ω­ρη­τι­κή πα­ρά τε­χνι­κή/πρα­κτι­κή. Το γε­γο­νός ό­τι υ­πάρ­χει ένας διαρ­κής κα­τα­κερ­μα­τι­σμός των γνω­στι­κών α­ντι­κει­μέ­νων και των πα­νε­πιστη­μια­κών τμη­μά­των, ό­πως και το ό­τι το πτυ­χί­ο σή­με­ρα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­α­παι­τού­με­νο για την συ­νέ­χι­ση σε έ­να με­τα­πτυ­χια­κό τμή­μα (πράγ­μα που ι­σχύει και τυ­πι­κά με­τά α­πό τις συμ­φω­νί­ες της Μπο­λώ­νια), πα­ρά πι­στο­ποί­η­ση σπουδών, α­πο­δει­κνύ­ει αυ­τό α­κρι­βώς το πράγ­μα. Ό­ταν ο πρό­ε­δρος του ΣΕΒ Βο­ρεί­ου Ελλά­δας δη­λώ­νει πριν λί­γο και­ρό, ό­τι «οι έλ­λη­νες α­πό­φοι­τοι πα­νε­πι­στη­μί­ου εί­ναι τε­νε­κέ­δες» (και δεν φο­βά­ται μην του σπά­σει κά­ποιος α­πό­φοι­τος το κεφά­λι με έ­να τε­νε­κέ), το ί­διο πράγ­μα λέ­ει με άλ­λα λό­για, α­φού δεν μπο­ρεί να πιστέ­ψει κα­νείς ό­τι εί­ναι τε­νε­κέ­δες αυ­τοί οι άν­θρω­ποι. Α­νε­παρ­κώς ε­ξει­δι­κευ­μέ­νοι στην τε­λευ­ταί­α τε­χνο­γνω­σί­α μπο­ρεί, τε­νε­κέ­δες ό­χι.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το ι­δα­νι­κό για το κε­φά­λαιο θα ή­ταν να μπο­ρού­σε να επι­βάλ­λει μέ­χρι τέ­λους στο πα­νε­πι­στή­μιο μια λο­γι­κή το­γιο­τι­σμού. Κά­θε ε­πιχεί­ρη­ση να έ­χει υ­πό την αρ­μο­διό­τη­τα της έ­να πα­νε­πι­στη­μια­κό τμή­μα, ή μια έδρα, που θα α­σχο­λού­νταν μό­νο με τα ε­ρευ­νη­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα της (και που τα έξο­δα της θα πα­ρε­χό­ταν βέ­βαια α­πό τον κρα­τι­κό κορ­βα­νά, ή κα­λύ­τε­ρα α­πό τους ί­διους τους χρή­στες). Αυ­τό το τμή­μα θα ε­πι­φορ­τι­ζό­ταν με το να της προ­σφέ­ρει just in time στε­λέ­χη, δη­λα­δή στε­λέ­χη ε­παρ­κώς κα­ταρτι­σμέ­να στον α­ντί­στοι­χο το­μέ­α, την ώ­ρα που τα χρειά­ζε­ται, για ό­σο χρό­νο τα χρειά­ζε­ται, με δυ­να­τό­τη­τες αυ­ξη­μέ­νης ευε­λι­ξί­ας και σε α­φθο­νί­α. Σε α­φθο­νία για να σέρ­νει συ­νε­χώς α­πό πί­σω τους το μπα­μπού­λα της α­νερ­γί­ας με α­ντί­τιμο την πει­θάρ­χη­ση τους, και για να μπο­ρεί να τους αλ­λά­ζει σαν τα που­κά­μι­σα ό­ταν χρειά­ζε­ται κά­τι «κα­λύ­τε­ρο», ή να τους φτύ­νει σαν τα κου­κού­τσια σε περιό­δους «α­να­δου­λειάς». Αυ­τήν την τά­ση μπο­ρού­με να την δού­με α­κό­μα και σήμε­ρα στο γε­γο­νός ό­τι οι πε­ρισ­σό­τε­ρες πα­νε­πι­στη­μια­κές σχο­λές -και δη οι σχο­λές αιχ­μής της τε­χνο­λο­γί­ας και της έ­ρευ­νας- έ­χουν με­τα­τρα­πεί σε πα­ραρ­τή­μα­τα ε­πι­χει­ρή­σε­ων. Με «χρη­μα­το­δό­τη­ση» συ­γκε­κρι­μέ­νων ε­δρών και ε­ρευ­νητι­κών προ­γραμ­μά­των, με υ­πο­τρο­φί­ες σε συ­γκε­κρι­μέ­νους το­μείς, κλπ. Ό­μως όπως και να χει, και ό­σον α­φο­ρά την κα­τάρ­τι­ση των υ­πο­ψή­φιων ερ­γα­ζο­μέ­νων, αυτό το πράγ­μα το ε­πι­τυγ­χά­νει ευ­κο­λό­τε­ρα σή­με­ρα η δια βί­ου εκ­παί­δευ­ση πα­ρά το πα­νε­πι­στή­μιο.
Η «κρί­ση» του πα­νε­πι­στη­μί­ου, συ­γκε­κρι­μέ­να της πα­ρα­γω­γι­κής/τε­χνι­κής λειτουρ­γί­ας του, παίρ­νει την πιο ο­ξεί­α της μορ­φή στην α­δυ­να­μί­α ε­πι­τέ­λε­σης του α­να­δια­νε­μη­τι­κού ρό­λου, του ρό­λου του ως μη­χα­νι­σμού κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γασί­ας. Τα τε­λευ­ταί­α εί­κο­σι χρό­νια που έ­χει α­να­δυ­θεί πα­γκό­σμια το φαι­νό­μενο της α­νερ­γί­ας, ό­πως και το προ­η­γού­με­νο και αυ­τή σαν α­πο­τέ­λε­σμα της ήτ­τας του α­ντα­γω­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος διε­θνώς και των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων α­να­διαρ­θρώ­σε­ων που ε­πέ­βαλ­λαν τα α­φε­ντι­κά στην ερ­γα­σί­α, τα πράγ­μα­τα έ­χουν αλ­λά­ξει και σε αυ­τό τον το­μέ­α. Το χου­με ξα­να­γρά­ψει χω­ρίς να πι­στεύ­ου­με ό­τι έ­χου­με α­να­κα­λύ­ψει την Α­με­ρι­κή. Το μα­ζι­κό πα­νε­πι­στή­μιο, το πα­νε­πι­στή­μιο δη­λα­δή του κρά­τους-πρό­νοιας, πα­ρά­γει μα­ζι­κή α­νερ­γί­α. Το μα­γι­κό χαρ­τά­κι που δί­νουν οι σχο­λές ως α­ντα­πό­δο­ση με­ρι­κών χα­μέ­νων χρό­νων ε­να­σχό­λη­σης με το α­ντικεί­με­νο τους στην πρά­ξη δεν α­ξί­ζει πιο πο­λύ α­πό έ­να κω­λό­χαρ­το. Η α­πο­σύν­δεση πτυ­χί­ου και πα­ρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας εί­ναι το πι­στο­ποι­η­τι­κό θα­νά­του του μα­ζι­κού πα­νε­πι­στη­μί­ου. Η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α των α­πο­φοί­των του πανε­πι­στη­μί­ου σή­με­ρα εί­τε δου­λεύ­ει σε υ­πο­τι­μη­μέ­νες δου­λειές του τρι­το­γενή το­μέ­α ά­σχε­τες με το α­ντι­κεί­με­νο σπου­δών τους, εί­τε δου­λεύ­ει σε υ­πο­τιμη­μέ­νες θέ­σεις με­ρι­κής α­πα­σχό­λη­σης, ή με το βα­σι­κό μι­σθό στο α­ντι­κεί­με­νο των σπου­δών τους, εί­τε βρί­σκε­ται σε κά­ποιο με­τα­πτυ­χια­κό πρό­γραμ­μα σπουδών ε­πει­δή το «έ­να πτυ­χί­ο δεν φτά­νει», εί­τε εί­ναι ά­νερ­γοι.
Ει­δι­κά αυ­τή η ό­ψη της «κρί­σης» εί­ναι και η πιο δρα­μα­τι­κή για την κοι­νω­νική συ­νεί­δη­ση και η πιο δύ­σκο­λη να χω­νευ­τεί στην Ελ­λά­δα. Ό­ταν γε­νιές αν­θρώπων έ­χουν με­γα­λώ­σει και φτά­σει στα 18 τους χρό­νια, α­κού­γο­ντας α­πό την ώ­ρα που γεν­νή­θη­καν, κά­θε μέ­ρα σε κά­θε γιορ­τή και σε κά­θε «οι­κο­νο­μι­κή α­πο­τυ­χί­α» της οι­κο­γέ­νειας, σαν ευ­χή και σαν κα­τά­ρα ταυ­τό­χρο­να, «μά­θε παι­δί μου γράμμα­τα», ή «σπού­δα­σε για να μην γί­νεις σαν και μας», έ­να φαι­νό­με­νο που εκ­φράζει την πε­μπτου­σί­α του μι­κρο­α­στι­κού ο­ρά­μα­τος της κοι­νω­νι­κής α­νό­δου, και ενσαρ­κώ­θη­κε τό­σο στην α­ρι­στε­ρή ό­σο και στην δε­ξιά ε­θνι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, εί­ναι δύ­σκο­λο να πε­ρι­μέ­νεις την συ­ναί­νε­ση στην κα­τα­στρο­φή του. Α­κό­μα και σή­μερα που οι ψευ­δαι­σθή­σεις για «κοι­νω­νι­κή κα­τα­ξί­ω­ση» μέ­σω της κα­το­χής ε­νός πτυ­χί­ου, εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρες α­πό ό­τι πα­λιό­τε­ρα. Έ­να με­γά­λο μέ­ρος των αν­θρώ­πων που ψή­φι­σαν και στή­ρι­ξαν κα­τα­λή­ψεις, α­κό­μα και ε­νά­ντια στο Γιωρ­γάκη, υ­πε­ρα­σπί­στη­καν την δυ­να­τό­τη­τα της συ­ντή­ρη­σης αυ­τής της ψευ­δαί­σθη­σης.
Η α­στι­κή σκέ­ψη α­να­γνώ­ρι­ζε α­νέ­κα­θεν το πα­νε­πι­στή­μιο ως «το θε­μα­το­φύ­λα­κα των α­στι­κών α­ξιών» (ε­κτός α­πό αυ­τήν της α­ξιο­κρα­τί­ας, και της κοι­νω­νι­κής κα­τα­ξί­ω­σης μέ­σω της δια­νο­η­τι­κής ε­παγ­γελ­μα­τι­κής θέ­σης που α­να­φέ­ρα­με ή­δη): την ε­λευ­θε­ρί­α στην κυ­κλο­φο­ρί­α των ι­δε­ών, την διαρ­κή και α­τα­λά­ντευ­τη προσπά­θεια για την α­να­ζή­τη­ση της α­λή­θειας, την ευ­γε­νή ά­μιλ­λα και της συ­νερ­γασί­α με­τα­ξύ των με­λών της ε­πι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας. Το γε­γο­νός ό­τι ό­λα αυτά α­κού­γο­νται του­λά­χι­στον α­στεί­α σε ό­ποιον έ­χει έ­στω και στοι­χειώ­δη ε­παφή με τον θε­σμό, εί­ναι η εκ νέ­ου α­πό­δει­ξη της ι­δε­ο­λο­γι­κής του κρί­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα κά­θε βδο­μά­δα δη­μο­σιεύ­ο­νται στον τύ­πο (με τε­λευ­ταί­ο πα­ρά­δειγ­μα την κρί­ση στο πα­νε­πι­στή­μιο Κρή­της και τον «τυ­χαί­ο» θά­να­το του κα­θη­γη­τή Α­λε­ξαν­δρό­που­λου), κα­ταγ­γε­λί­ες με­τα­ξύ ε­δρών για α­τα­σθα­λί­ες και α­θέ­μι­το αντα­γω­νι­σμό, πράγ­μα­τα που α­πο­τυ­πώ­νουν σε έ­να βαθ­μό την σφα­γή που λαμ­βά­νει χώ­ρα υ­πό­γεια για το μοί­ρα­σμα της οι­κο­νο­μι­κής πί­τας των χρη­μα­το­δο­τού­μενων ε­ρευ­νη­τι­κών προ­γραμ­μά­των. Ά­ντε τώ­ρα να πεί­σεις τον «κα­λό­πι­στο» φοι­τητή, ό­τι ε­σύ ο κα­θη­γη­τής, ο πρύ­τα­νης, ο υ­πεύ­θυ­νος του ε­ρευ­νη­τι­κού προ­γράμ­ματος, η προ­σω­πο­ποί­η­ση του θε­σμού, έ­χεις να προ­τεί­νεις ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη αξί­α ε­κτός α­πό τον κυ­νι­σμό ε­νός αν­θρω­πο­φά­γου α­ντα­γω­νι­σμού.
Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, υ­πάρ­χει έ­να α­να­ντίρ­ρη­το γε­γο­νός. Τα πρό­τυ­πα τε­λευ­ταί­α κο­πής που κα­τα­σκεύ­α­σε η νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη ι­δε­ο­λο­γί­α δεν εί­χαν α­νά­γκη τον πα­νε­πι­στη­μια­κό θε­σμό για την κα­τα­σκευ­ή τους, που ε­ξάλ­λου πα­ρου­σιά­ζει μια πα­ρα­δο­σια­κή «δύ­να­μη α­δρά­νειας» στην προ­σαρ­μο­γή του στις νέ­α συν­θή­κες. Α­ντί­θε­τα πα­ρά­χθη­καν α­πό life-style πε­ριο­δι­κά, την τη­λε­ό­ρα­ση και γε­νι­κά από τον σκλη­ρό πυ­ρή­να των ι­διω­τι­κών ΜΜΕ.
Έ­χο­ντας στο πί­σω μέ­ρος του κε­φα­λιού μας ό­λα αυ­τά (ή και στο μπρο­στι­νό μέ­ρος του κε­φα­λιού, αλ­λά πά­ντως μέ­σα στο κε­φά­λι, ού­τε α­πό πά­νω, ού­τε α­πό κά­τω), μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με τον ο­ρί­ζο­ντα της ση­με­ρι­νής εκ­δο­χής της «κρί­σης», όπως προ­σπά­θη­σαν να τον σκια­γρα­φή­σουν οι «σο­φοί».
Δύ­ο εί­ναι κε­ντρι­κά ση­μεί­α των προ­τά­σε­ων της ε­πι­τρο­πής: το έ­να η α­νά­γκη ανα­θε­ώ­ρη­σης του άρ­θρου 16 του Συ­ντάγ­μα­τος που θα ε­πι­τρέ­ψει την ί­δρυ­ση ι­διωτι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων και το άλ­λο η πε­ραι­τέ­ρω ε­ντα­τι­κο­ποί­η­ση των σπου­δών (με ο­ρι­σμό α­νώ­τε­ρου χρό­νου φοί­τη­σης, α­νώ­τε­ρου ο­ρί­ου ε­ξε­τα­στι­κών α­νά μά­θημα, κλπ). Κά­ποιες ε­πι­πλέ­ον προ­τά­σεις κι­νού­νται στις γραμ­μές της πρώ­της πρότα­σης και α­φο­ρούν την ει­σα­γω­γή managers στα πα­νε­πι­στή­μια, την ε­πι­βο­λή δι­δά­κτρων κλπ. Υ­πάρ­χει ε­πί­σης και το ζή­τη­μα του α­σύ­λου αλ­λά με αυ­τό δεν θα α­σχο­λη­θού­με κα­θό­λου, έ­χουν άλ­λω­στε ει­πω­θεί τόσα πολ­λά σχε­τι­κά.
Η ί­δρυ­ση ι­διω­τι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων στό­χο έ­χει α­φε­νός την μεί­ω­ση του κό­στους της α­νώ­τα­της εκ­παί­δευ­σης για το κρά­τος και α­φε­τέ­ρου την βελ­τί­ω­ση της λει­τουρ­γι­κό­τη­τας της για το κε­φά­λαιο. Εί­πα­με ό­τι στην λο­γι­κή του κε­φα­λαίου εί­ναι να έ­χει κά­θε ε­πι­χεί­ρη­ση έ­να πα­ράρ­τη­μα ό­που θα εκ­παι­δεύ­ε­ται το προ­σω­πι­κό της και θα ε­πι­δί­δε­ται στην έ­ρευ­να. Αν αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α εκ­παί­δευ­σης δεν βα­ραί­νει και την ί­δια την ε­πι­χεί­ρη­ση, αυ­τό θα ή­ταν το ι­δα­νι­κό­τερο. Α­πό την άλ­λη, το ι­διω­τι­κό πα­νε­πι­στή­μιο θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο κα­λύ­τε­ρος δια­με­σο­λα­βη­τής των ε­πι­διώ­ξε­ων κά­ποιων στρω­μά­των του κε­φα­λαί­ου, κυ­ρί­ως σε το­μείς που η κρα­τι­κή νο­μο­θε­σί­α βά­ζει ο­ρι­σμέ­νους φραγ­μούς για την έ­ρευνα και την τε­χνι­κή ε­φαρ­μο­γή της. Ο πει­ρα­σμός για πα­ρά­δειγ­μα της βιο­τε­χνολο­γί­ας εί­ναι πο­λύ με­γά­λος για τα πιο «προ­ο­δευ­τι­κά» στρώ­μα­τα του κε­φα­λαίου.
Στον ί­διο στό­χο στο­χεύ­ουν τό­σο η ει­σα­γω­γή managers στην δια­χεί­ρι­ση των οι­κο­νο­μι­κών των πα­νε­πι­στη­μί­ων, ό­σο και τα πολ­λα­πλά συγ­γράμ­μα­τα, η ε­πι­βο­λή δι­δά­κτρων, κλπ. Η δια­χεί­ρι­ση των οι­κο­νο­μι­κών εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση λει­τουρ­γί­ας κά­θε σω­στής επι­χεί­ρη­σης. Ο στό­χος εί­ναι προ­φα­νής: μεί­ω­ση του κοι­νω­νι­κού μι­σθού (των υ­πολειμ­μά­των του κρά­τους πρό­νοιας) και με­τα­κύ­λι­ση του κό­στους της εκ­παί­δευσης στους «χρή­στες».
Σε αυ­τό το πλαί­σιο σκέ­ψης, η πε­ραι­τέ­ρω ε­ντα­τι­κο­ποί­η­ση των σπου­δών που ε­πιχει­ρεί­ται φα­ντά­ζει ά­νευ α­ντι­κει­μέ­νου: τι ε­νο­χλεί το κρά­τος ο «αιώ­νιος» φοι­τη­τής που δεν δι­καιού­ται ού­τε ε­πι­πλέ­ον συγ­γράμ­μα­τα, ού­τε δω­ρε­άν σί­τιση, στέ­γα­ση ή με­τα­φο­ρά. Και ό­μως α­ντι­κεί­με­νο στό­χευ­σης υ­πάρ­χει. Εί­ναι το προ-πα­ρα­γω­γι­κό υ­πο­κεί­με­νο φοι­τη­τής που πρέ­πει να προ­ε­τοι­μα­στεί ι­δε­ο­λο­γικά κα­ταρ­χήν στην πει­θαρ­χί­α των νέ­ων συν­θη­κών ερ­γα­σί­ας που θα μπει με­τά την «φοι­τη­τι­κή ζω­ή», δη­λα­δή στην ε­ντα­τι­κο­ποι­η­μέ­νη, ευέ­λι­κτη, α­να­σφά­λι­στη, κι­νη­τι­κή ερ­γα­σί­α. Εί­τε αυ­τή η ερ­γα­σί­α α­φο­ρά το α­ντι­κεί­με­νο των σπου­δών του, εί­τε ό­χι.
Εί­ναι ε­πί­σης η ά­νο­δος του κά­θε πα­νε­πι­στη­μια­κού τμή­μα­τος στην κλί­μα­κα αξιο­λό­γη­σης που κα­ταρ­τί­ζε­ται α­πό την γρα­φειο­κρα­τί­α της ευ­ρω­πα­ϊ­κής έ­νω­σης προ­κει­μέ­νου να υ­πο­δει­χτούν οι πιο α­ξιό­λο­γες ευ­και­ρί­ες για ε­πεν­δυ­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες στο κε­φά­λαιο. Εν­νο­εί­ται ό­τι ό­σο πιο αυ­στη­ρά εί­ναι τα προ­γράμ­μα­τα σπου­δών και ό­σο πιο πει­θαρ­χη­μέ­να τα φοι­τη­τι­κά υ­πο­κεί­με­να, τόσο πιο υ­ψη­λή εί­ναι η α­ξιο­λό­γη­ση, στην σχε­τι­κή κλί­μα­κα.
Η ι­στο­ρί­α της α­ντί­στα­σης των φοι­τη­τών στα σχέ­δια του κρά­τους και του κεφα­λαί­ου στην ελ­λά­δα, ει­δι­κά στην ει­κο­σα­ε­τί­α 1979-1998, εί­ναι έ­να α­πό τα πολ­λά πράγμα­τα που μέ­νει να γί­νουν α­ντι­κεί­με­νο έ­ρευ­νας της α­ντα­γω­νι­στι­κής ε­πε­ξεργα­σί­ας. Γε­γο­νός εί­ναι ό­τι για πά­νω α­πό εί­κο­σι χρό­νια τα μα­ζι­κό φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα, λαμ­βά­νο­ντας άλ­λο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ρι­ζο­σπα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα (ό­πως π.χ. το 1979 και την κυ­ριαρ­χί­α της α­ναρ­χο­αυ­το­νο­μί­ας στις κα­τα­λή­ψεις των πα­νε­πιστη­μί­ων) και άλ­λο­τε λι­γό­τε­ρο, κα­τά­φε­ρε να μπλο­κά­ρει για σχε­δόν τριά­ντα χρό­νια την νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή ε­πί­θε­ση στον θε­σμό, μια ε­πί­θε­ση που εκ­φρα­ζό­ταν πά­ντα με προ­σχή­μα­τα τους «αιώ­νιους φοι­τη­τές», το «χα­μη­λό ε­πί­πε­δο σπου­δών», την «γε­νι­κή χα­λά­ρω­ση» μέ­σα στα πα­νε­πι­στή­μια, την μειω­μέ­νη «α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα» των α­πο­φοί­των των ελ­λη­νι­κών πα­νε­πι­στημί­ων σε σχέ­ση με τους α­ντί­στοι­χους του ε­ξω­τε­ρι­κού, τον «φα­σι­σμό του ε­νός συγ­γράμ­μα­τος», κλπ. Κα­τά­φε­ρε να την μπλο­κά­ρει σε σχέ­ση με α­ντί­στοι­χα παρα­δείγ­μα­τα που έ­χουν να ε­πι­δεί­ξουν άλ­λα κρά­τη-πρό­νοιας. Οι φοι­τη­τι­κές κατα­λή­ψεις του 1979 ε­νά­ντια στο νό­μο Βαρ­βι­τσιώ­τη, το 1992 ε­νά­ντια στο νό­μο Κο­ντο­γιαν­νό­που­λου, το 1998 ε­νά­ντια στο νό­μο Αρ­σέ­νη, εί­ναι στιγ­μές αυ­τής της α­ντί­στασης. Η δια­φο­ρά της ση­με­ρι­νής κι­νη­το­ποί­η­σης α­πό ό­λες τις προ­η­γού­με­νες είναι η συ­γκυ­ρί­α που εκ­δη­λώ­νε­ται αυ­τή η ε­πί­θε­ση και κά­ποια ει­δι­κά χα­ρα­κτη­ριστι­κά της. Για πα­ρά­δειγ­μα πο­τέ μέ­χρι σή­με­ρα δεν εί­χε υ­πάρ­ξει συ­ναί­νε­ση με­τα­ξύ της δε­ξιάς και της πα­σο­κι­κής δια­χεί­ρι­σης του κρά­τους στο θέ­μα της ί­δρυ­σης ι­διω­τι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων, πα­ρά την ε­πι­μέ­ρους δια­φω­νί­α τους σε μια σει­ρά άλ­λων ζη­τη­μά­των.
Στα θε­τι­κά των φοι­τη­τι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι για πρώ­τη φο­ρά α­φο­ρούν μια πρό­τα­ση μιας ε­πι­τρο­πής και ό­χι έ­να ή­δη έ­τοι­μο σχέ­διο νόμου. Αυ­τό αν μη τι άλ­λο δεί­χνει μια γό­νι­μη κα­χυ­πο­ψί­α και μια γνώ­ση του πο­λιτι­κού παι­χνι­διού, ση­μεί­α μιας κα­ταρ­χήν πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας. Στα θε­τι­κά ε­πί­σης εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αυ­τές συ­νέ­πε­σαν με την ε­ξετα­στι­κή του Ιου­νί­ου και δεν κάμ­φθη­καν α­πό το φό­βο της α­πώ­λειας αυ­τής της ε­ξε­τα­στι­κής (Έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα συν­θή­μα­τα των δια­δη­λώ­σε­ων ή­ταν: «Στο διά­ο­λο να πά­ει η ε­ξε­τα­στι­κή, ε­μείς μι­λά­με για ολό­κλη­ρη ζω­ή»). Αυ­τό πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι το ε­πι­χεί­ρη­μα της «χα­μέ­νης ε­ξε­τα­στι­κής» το έ­παι­ξαν ε­ξί­σου κα­λά η φοι­τη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη της κυ­βέρ­νη­σης και οι στα­λι­νι­κοί του Πε­ρισ­σού (στην αρ­χή της δια­μαρ­τυ­ρί­ας και ε­νά­ντια στα πλαί­σια για κα­τά­λη­ψη). Ό­σον α­φο­ρά τους τε­λευ­ταί­ους κα­μί­α έκ­πλη­ξη. Και στον Μά­η του 1968, ό­ταν νο­μί­ζα­νε ό­τι α­κό­μα παί­ζε­ται η κα­τά­στα­ση και μπο­ρούν να την κα­τα­στεί­λουν, το ί­διο λέ­γα­νε: «οι α­νεύ­θυ­νοι α­ρι­στε­ρι­στές που δεν τους νοιά­ζει αν χά­σουν την ε­ξε­τα­στι­κή οι φοι­τη­τές».
Ί­σως το πιο ση­μα­ντι­κό α­πό ό­λα που δεν ξέ­ρου­με πό­σοι το κρα­τά­νε στο κε­φά­λι τους: οι τε­λευ­ταί­ες σει­ρές φοι­τη­τών προ­έρ­χο­νται ου­σια­στι­κά α­πό τις πιο πει­θαρ­χη­μέ­νες γε­νιές μα­θη­τών της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Τους μα­θη­τές δη­λα­δή που εί­χαν ή­δη ητ­τη­θεί α­πό το νό­μο 2525 του Αρ­σέ­νη, που κα­τά­φε­ρε να μπλο­κά­ρει σχεδόν κά­θε μα­θη­τι­κή δια­μαρ­τυ­ρί­α τα τε­λευ­ταί­α ε­πτά χρό­νια. Λέ­με δη­λα­δή ό­τι αυ­τοί που ξε­ση­κώ­θη­καν υ­πήρ­ξαν στην κυ­ριο­λε­ξί­α τα πει­ρα­μα­τό­ζω­α της ε­ντατι­κο­ποί­η­σης στην εκ­παί­δευ­ση σή­με­ρα και στην ερ­γα­σί­α αύ­ριο. Οι άν­θρω­ποι που δι­δά­χτη­καν πε­ρί­που ως μο­να­δι­κή προ­ο­πτι­κή να δια­βά­ζουν α­πό το πρώ­το εξά­μη­νο σπου­δών, αλ­λά­ζο­ντας σχε­δόν την πα­ρα­δο­σια­κή κοι­νω­νι­κή α­να­πα­ρά­σταση του φοι­τη­τή, που υ­πήρ­χε μέ­χρι πριν δέ­κα με δε­κα­πέ­ντε χρό­νια, και που ουσια­στι­κά δεν εί­χαν κα­μί­α ε­μπει­ρί­α κα­μιάς φοι­τη­τι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης. Ε, αυτοί οι άν­θρω­ποι ή­τα­νε που γρά­ψα­νε κά­τι που μοιά­ζει χλια­ρό, αλ­λά κα­τά την ά­ποψη μας δεν εί­ναι: «Δεν έ­μα­θαν να μας σέ­βο­νται, θα μά­θουν να μας φο­βού­νται».
Η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση δεν έ­χει σκο­πό να α­να­ζη­τήσει α­νύ­παρ­κτες α­ντι­φά­σεις σε έ­να α­γώ­να, ού­τε να στή­σει ι­δε­ο­λο­γι­κά δι­κα­στήρια, του τύ­που «οι φοι­τη­τές εί­ναι ρε­φορ­μι­στές, φλώ­ροι, κλπ». Η α­ντα­γω­νι­στική α­νά­λυ­ση έ­χει σκο­πό κα­ταρ­χήν να κα­τα­νο­ή­σει· και α­πό κει και πέ­ρα να ερ­μη­νεύ­σει και να α­να­δεί­ξει. Να α­να­δεί­ξει τις προ­ο­πτι­κές της κι­νη­το­ποί­η­σης και τα ό­ρια της. Να α­να­δεί­ξει τις δυ­να­τό­τη­τες υ­πέρ­βα­σης ή μη αυ­τών των ο­ρίων.
Γι’ αυ­τό το λό­γο ο­φεί­λει να βά­ζει στο κέ­ντρο του προ­βλη­μα­τι­σμού της την μορ­φή και το πε­ριε­χό­με­νο της κά­θε κι­νη­το­ποί­η­σης, ό­πως ε­πί­σης και την ύ­παρξη ή ό­χι δια­λε­κτι­κής σχέ­σης με­τα­ξύ αυ­τών των δύ­ο.
Ό­σον α­φο­ρά την μορ­φή των κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων, και δη της συ­γκε­κρι­μέ­νης, αυ­τό που πρέ­πει να ε­ξε­τά­ζε­ται εί­ναι η δη­μιουρ­γί­α θε­σμών α­γώ­να α­πό τους συμ­με­τέχο­ντες: η δη­μιουρ­γί­α δη­λα­δή κοι­νο­τή­των συ­ζή­τη­σης, α­νταλ­λα­γής α­πό­ψε­ων, ζύμω­σης, συλ­λο­γι­κής λή­ψης α­πο­φά­σε­ων που α­φο­ρούν τό­σο τον τρό­πο ορ­γά­νω­σης της δια­μαρ­τυ­ρί­ας, ό­σο και το πε­ριε­χό­με­νο της. το πό­σο αυ­τού του εί­δους οι θεσμοί εκ­φρά­ζουν την συλ­λο­γι­κή βού­λη­ση των συμ­με­τε­χό­ντων, δια­σφα­λί­ζουν την συλ­λο­γι­κή αυ­το­νο­μί­α του κι­νή­μα­τος, και προ­ω­θούν την πρω­το­βου­λί­α των αγω­νι­ζό­με­νων εί­ναι κα­τά την γνώ­μη μας μί­α α­πό τις δύ­ο λυ­δί­ες λί­θους μιας κι­νη­το­ποί­η­σης. Η λυ­δί­α λί­θος για την ποιό­τη­τα της, για την δυ­να­τό­τη­τα της να κα­ταρ­γεί τους δια­χω­ρι­σμούς με­τα­ξύ αυ­τών που α­πο­φα­σί­ζουν και αυ­τών που ε­κτε­λούν, για την ι­κα­νό­τη­τα της να χα­ρά­ζει προ­ο­πτι­κές πέ­ρα α­πό τα στε­νά όρια που βά­ζει η ση­με­ρι­νή συν­θή­κη.
Η άλ­λη λυ­δί­α λί­θος που δεν κα­θο­ρί­ζε­ται α­να­γκα­στι­κά α­πό την προ­η­γού­με­νη, αλλά ό­πως και να το κά­νου­με σχε­τί­ζε­ται δια­λε­κτι­κά μα­ζί της, εί­ναι το πε­ριεχό­με­νο της κι­νη­το­ποί­η­σης, ό­πως εκ­δη­λώ­νε­ται στο δη­μό­σιο χώ­ρο μέ­σα α­πό την δρά­ση και των λό­γο των α­γω­νι­ζό­με­νων, αλ­λά και μέ­σα α­πό τις άρ­ρη­τες μορ­φές έκ­φρα­σης που υ­πο­βό­σκουν στις συ­μπε­ρι­φο­ρές και στις στά­σεις του και α­ναζη­τούν διαρ­κώς τρό­πους έκ­φρα­σης.
Οι φοι­τη­τές και οι φοι­τή­τριες δη­μιούρ­γη­σαν α­νοι­χτά συ­ντο­νι­στι­κά κα­τάλη­ψης στις σχο­λές τους, που σε γε­νι­κές γραμ­μές, λει­τούρ­γη­σαν με α­με­σο­δη­μοκρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, αλ­λού πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λού λι­γό­τε­ρο. Ό­που ο συ­σχε­τισμός μέ­σα στις σχο­λές ή­ταν υ­πέρ των «α­νέ­ντα­χτων» φοι­τη­τών και κα­τά των οργα­νω­μέ­νων φοι­τη­τι­κών πα­ραρ­τη­μά­των της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής και ε­ξω­κοι­νοβου­λευ­τι­κής α­ρι­στε­ράς, ό­που δη­λα­δή α­που­σί­α­ζαν οι συν­δι­κα­λι­στι­κοί ι­μά­ντες με­τα­βί­βα­σης της κε­ντρι­κής γραμ­μής, οι δια­δι­κα­σί­ες αυ­τές κα­τά­φε­ραν να λει­τουρ­γούν με πε­ρισ­σό­τε­ρο α­με­σο­δη­μο­κρα­τι­κό τρό­πο και πα­ράλ­λη­λα να βάζουν γε­νι­κό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα ε­πε­ξερ­γα­σί­ας και συ­ζή­τη­σης που ξέ­φευ­γαν α­πό την μι­ζέ­ρια της υ­πε­ρά­σπι­σης της κρα­τι­κά εγ­γυ­η­μέ­νης εκ­παί­δευ­σης.
Για πα­ρά­δειγ­μα φοι­τη­τές τριών σχο­λών του πο­λυ­τε­χνεί­ου της Α­θή­νας α­νέ­δει­ξαν σαν κε­ντρι­κό ζή­τη­μα το με­τα­να­στευ­τι­κό (αλ­λη­λεγ­γύ­η σε με­τα­νά­στες, φοι­τη­τές και μη) σε κα­τά­λη­ψη ρα­διο­φω­νι­κού σταθ­μού για την δη­μο­σιο­ποί­η­ση του εκ­παι­δευ­τι­κού ζη­τή­μα­τος. Ό­πως εί­ναι γε­γο­νός ό­τι η κα­τά­λη­ψη του ΤΕΙ Α­θήνας προ­σπά­θη­σε πραγ­μα­τι­κά να εί­ναι α­νοι­χτή (ό­πως πρέ­πει να εί­ναι μια κατά­λη­ψη) πράγ­μα που α­πο­τυ­πώ­νε­ται και στις προ­κη­ρύ­ξεις2 που μοί­ρα­ζε, ό­πως και το ό­τι η συν­θη­μα­το­λο­γί­α δια­φό­ρων μπλοκ (π.χ, Πά­ντειος) ή­ταν πιο ρι­ζο­σπα­στι­κή σε πε­ριε­χό­με­νο α­πό άλ­λες. Ε­ξάλ­λου υ­πήρ­χαν σύλ­λο­γοι που κα­τέ­βαι­ναν με συλ­λο­γι­κές α­πο­φά­σεις σύ­γκρου­σης (π.χ. η­λε­κτρο­λό­γοι–μη­χα­νι­κοί στην Α­θήνα, και α­ντί­στοι­χες πε­ρι­πτώ­σεις στην Θεσ­σα­λο­νί­κη) ή με τον α­πα­ραί­τη­το (και ε­πι­θε­τι­κό) ε­ξο­πλι­σμό α­πά­ντη­σης, σε πε­ρί­πτω­ση «πε­σί­μα­τος» α­πό τους μπάτσους (π.χ. ΕΜ­ΜΕ Α­θή­νας).
Ω­στό­σο οι φοι­τη­τές-τριες δεν κα­τά­φε­ραν να ε­πι­βάλ­λουν συ­νο­λι­κά α­με­σο­δημο­κρα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες στην κι­νη­το­ποί­η­ση τους, α­φού ά­φη­σαν το γε­νι­κό συντο­νι­στι­κό των κα­τα­λή­ψε­ων να γί­νει σφη­κο­φω­λιά των εκ­κο­λα­πτό­με­νων στε­λεχών του ΝΑΡ κα­τά κύ­ριο λό­γο, του ΚΚΕ, του ΣΥν και δευ­τε­ρευό­ντως των άλ­λων γκρου­πού­σκου­λων της ά­κρας α­ρι­στε­ράς. Α­να­πό­φευ­κτα οι συ­νε­λεύ­σεις του συντο­νι­στι­κού γί­να­νε ριν­γκ κα­τα­γρα­φής του συ­σχε­τι­σμού δυ­νά­με­ων με­τα­ξύ των Ε­Α­ΑΚ (των πιο σκλη­ρά κομ­μα­τι­κο­ποι­η­μέ­νων κομ­μα­τιών τους) και της ΠΚΣ.
Η στά­ση των Ε­Α­ΑΚ να κα­τα­γρα­φούν ως ο «υ­πο­κι­νη­τής» των κα­τα­λή­ψε­ων (α­ντί­ληψη που ε­νι­σχύ­θη­κε με την δε­δο­μέ­νη στά­ση της ΠΚΣ και της ΠΑ­ΣΠ και την πά­για αδυ­να­μί­α του ΣΥΝ στις α­νώ­τε­ρες σχο­λές), η πο­λύ­χρο­νη πεί­ρα της γρα­φειο­κρατί­ας τους στην «κα­θο­δή­γη­ση» φοι­τη­τι­κών α­γώ­νων και στην δια­στρέ­βλω­ση εν­νοιών και πε­ριε­χο­μέ­νων (π.χ. κου­νά­νε διαρ­κώς την ση­μαί­α της ά­με­σης δη­μο­κρατί­ας, ε­νώ η ορ­γά­νω­ση και η πρα­κτι­κή τους πα­ρα­πέ­μπει κα­τευ­θεί­αν στα λε­νινι­στι­κά μο­ντέ­λα), η δε­δο­μέ­νη α­νι­κα­νό­τη­τα του α/α χώ­ρου να κα­τα­θέ­σει έ­να λόγο και μια πρά­ξη αυ­το­νο­μί­ας πα­ρά την αρ­κε­τά ση­μα­ντι­κή (πο­σο­τι­κά) πα­ρου­σί­α των δια­φο­ρε­τι­κών τά­σε­ων του μέ­σα στις σχο­λές και η εμ­μο­νή κά­ποιων κομ­ματιών3 του να παί­ζουν στο δρό­μο με μο­λό­τωφ το γρα­φειο­κρα­τι­κό παι­χνί­δι που παί­ζει η α­ρι­στε­ρά στα αμ­φι­θέ­α­τρα, ε­πέ­τρε­ψαν στο ΝΑΡ και στις δια­σπά­σεις του, να ε­πι­βάλ­λουν την πα­ρου­σί­α τους.
Ω­στό­σο, με δε­δο­μέ­νο ό­τι τα πράγ­μα­τα έ­χουν αλ­λά­ξει σε σχέ­ση με πα­λιό­τε­ρα, όπως και με δε­δο­μέ­νη την κα­χυ­πο­ψί­α που α­να­πτύ­χθη­κε α­πέ­να­ντι σε αυ­τό το φαι­νό­με­νο α­πό με­γά­λη με­ρί­δα κό­σμου που συμ­με­τεί­χε και στή­ρι­ξε τις κι­νη­τοποι­ή­σεις, ε­κτι­μού­με ό­τι η ι­κα­νό­τη­τα των χει­ρα­γω­γών (των αμ­φι­θε­ά­τρων, ή του δρό­μου) θα εί­ναι σα­φώς πιο πε­ριο­ρι­σμέ­νη στο μέλ­λον. Αυ­τό ε­ξάλ­λου θα εί­ναι και το μέ­τρο της πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας του κι­νή­μα­τος: η πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση και το ξε­πέ­ρα­σμα των γρα­φειο­κρα­τών και της δια­με­σο­λα­βη­τι­κής τους λο­γι­κής.
Το γε­γο­νός ό­τι η κι­νη­το­ποί­η­ση δεν κα­τά­φε­ρε να ξε­φύ­γει α­πό τον ο­ρί­ζο­ντα της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και του κρά­τους πρό­νοιας4, σχε­τί­ζε­ται σε με­γά­λο βαθμό με την ι­δε­ο­λο­γι­κή κυ­ριάρ­χη­ση της α­ρι­στε­ράς (κοι­νο­βου­λευ­τι­κής και ε­ξωκοι­νο­βου­λευ­τι­κής) στο πε­ριε­χό­με­νο της δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Μια α­ρι­στε­ρά α­πό­λυτα προ­σαρ­μο­σμέ­νη στο πο­λι­τι­κό παι­χνί­δι του κα­πι­τα­λι­στι­κού κό­σμου και άρα α­νί­κα­νη -και χω­ρίς την θέ­λη­ση- να ερ­μη­νεύ­σει την ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κότη­τα και να προ­τεί­νει ο­ποιο­δή­πο­τε σχέ­διο για την αλ­λα­γή αυ­τού του κό­σμου, πέ­ρα α­πό την υ­πε­ρά­σπι­ση «του δη­μό­σιου και δω­ρε­άν»5 χα­ρα­κτή­ρα της κρα­τι­κής εκ­παί­δευ­σης. Αυ­τός άλ­λω­στε εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός της ρό­λος: ο ε­ξαν­θρω­πισμός του συ­στή­μα­τος, στό­χος που πι­στεύ­ει ό­τι μπο­ρεί να πε­ρά­σει μέ­σα α­πό την ι­σχυ­ρο­ποί­η­ση της. Γι’ αυ­τό το λό­γο παί­ζει το παι­χνί­δι της α­στι­κής νο­μιμό­τη­τας δια­τη­ρώ­ντας την ψευ­δαί­σθη­ση ό­τι θα κα­τα­φέ­ρει να πά­ρει με το μέ­ρος της και τις «συ­ντη­ρη­τι­κές» συ­νει­δή­σεις. Ω­στό­σο, η δια­νο­η­τι­κή της τυ­φλότη­τα δεν της ε­πι­τρέ­πει να α­ντι­λη­φθεί ό­τι το ί­διο α­κρι­βώς υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται και σύσ­σω­μο το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα α­ρι­στε­ρό­τε­ρα της κυ­βέρ­νη­σης (α­κό­μα και ο Γιωρ­γά­κης6 δεν μι­λά­ει για ι­διω­τι­κά, αλ­λά για μη-κρα­τι­κά πα­νε­πι­στή­μια). Ο­πότε ό­λος αυ­τός ο κό­σμος που χα­ϊ­δεύ­ει η ε­ξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κή α­ρι­στε­ρά, ό­ταν έρ­θει η ώ­ρα να ρί­ξει το κου­κί του θα προ­τι­μή­σει τα πιο κα­λά μα­γα­ζά­κια που λέ­νε το ί­διο (π.χ. το συ­να­σπι­σμό των κι­νη­μά­των…) και ό­χι την ί­δια.
Εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει, δεν εί­ναι το ζή­τη­μα μας η α­ρι­στε­ρά, πα­ρά μό­νο στο βαθ­μό που οι συν­θή­κες του σή­με­ρα ε­πι­τρέ­πουν την ο­ρια­κή ε­πι­βί­ω­ση της. Το ζή­τημα μας εί­ναι α­κρι­βώς για­τί αυ­τή η α­ρι­στε­ρά που δεν έ­χει να προ­τεί­νει τί­ποτα πέ­ρα α­πό τα τε­τριμ­μέ­να, που ού­τε ρε­φορ­μι­στι­κά δεν μπο­ρούν να χα­ρα­κτη­ριστούν σή­με­ρα, ε­πι­βιώ­νει α­κό­μα. Και η α­πά­ντη­ση σχε­τί­ζε­ται α­κρι­βώς με τα όρια αυ­τής της κι­νη­το­ποί­η­σης.
Πράγ­μα­τι, αν μέ­να­με στα πα­ρα­πά­νω θα λέ­γα­με την μι­σή α­λή­θεια. Οι άν­θρω­ποι, οι φοι­τη­τές στην συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση δεν εί­ναι πρό­βα­τα να κα­θο­δη­γούνται α­πό μειο­ψη­φί­ες, α­ρι­στε­ρές ή δε­ξιές, ό­σο και αν η πα­ρα­δο­σια­κή α­ρι­στε­ροα­ναρ­χι­κή α­ντί­λη­ψη τους α­ντι­με­τω­πί­ζει έ­τσι. Οι φοι­τη­τές-τριες κι­νη­το­ποιή­θη­καν α­πό συμ­φέ­ρο­ντα και ε­πι­θυ­μί­ες… Αν λοι­πόν ή­θε­λαν θα α­να­ζη­τού­σαν κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό «δη­μό­σια-δω­ρε­άν παι­δεί­α», ή «δια­σφά­λι­ση του πτυ­χί­ου» και «δου­λειά». Αν οι φοι­τη­τές-τριες ή­θε­λαν, οι α­ρι­στε­ροί γρα­φειο­κρα­τί­σκοι των αμ­φι­θε­ά­τρων κα­θώς και οι α­ναρ­χι­κοί ερ­γο­λά­βοι της ε­ξέ­γερ­σης, δεν θα εί­χαν κα­νέ­να ρό­λο στην κι­νη­το­ποί­η­ση τους. Με άλ­λα λό­για, η έλ­λει­ψη πο­λι­τικής πεί­ρας ε­ξη­γεί κά­ποια πράγ­μα­τα, αλ­λά α­φή­νει α­νερ­μή­νευ­τα κά­ποια άλ­λα.
Η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α των φοι­τη­τών δεν πή­γε που­θε­νά αλ­λού, δεν αμ­φισβή­τη­σε δη­λα­δή συ­νο­λι­κά το ί­διο το σύ­στη­μα της κα­πι­τα­λι­στι­κής γνώ­σης, ό­πως και το ί­διο το σύ­στη­μα του κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σί­ας, ό­πως το έ­κα­ναν πα­λιότε­ρες γε­νιές, ε­πει­δή δεν ε­πι­θυ­μού­σε να αμ­φι­σβη­τή­σει αυ­τό το πράγ­μα.
Ό­πως και να χει το πράγ­μα αυ­τό εί­ναι έ­να α­πό τα ου­σια­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στικά της φοι­τη­τι­κής δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Τα υ­πό­λοι­πα, η ε­πι­λο­γή δη­λα­δή μιας ο­λι­κής σύ­γκρου­σης με την α­στυ­νο­μί­α (έ­στω των πιο προ­ω­θη­μέ­νων κομ­μα­τιών των φοιτη­τών), πραγ­μα­τι­κής και ό­χι για τα βρα­δι­νά δελ­τί­α ει­δή­σε­ων, η ε­πι­λο­γή να βγει ο α­γώ­νας α­πό τα πα­νε­πι­στή­μια και να α­νοι­χτεί ευ­ρύ­τε­ρα, ό­λα αυ­τά δη­λα­δή που δεν έ­γι­ναν, εί­ναι δυ­στυ­χώς συ­νέ­πειες του προ­η­γού­με­νου και ό­χι αι­τί­ες του.
Πά­ντως, η φοι­τη­τι­κή δια­μαρ­τυ­ρί­α δεν μοιά­ζει να βρί­σκε­ται στο τέ­λος της παρά την λή­ξη των κα­τα­λή­ψε­ων στο τέ­λος του πε­ρα­σμέ­νου Ιού­νη. Με αυ­τήν την έννοια το στοί­χη­μα δη­μιουρ­γί­ας μιας νέ­ας κοι­νό­τη­τας συμ­φε­ρό­ντων και ε­πι­θυ­μιών των φοι­τη­τών με τους άλ­λους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους, που θα συ­ντρί­βει στην πρά­ξη κά­θε συ­ντε­χνια­κό περιε­χό­με­νο αμ­φι­σβή­τη­σης και κά­θε γρα­φειο­κρα­τι­κή μορ­φή ορ­γά­νω­σης του α­γώνα, στοί­χη­μα που θα πρέ­πει να πε­ρά­σει α­να­γκα­στι­κά πά­νω α­πό το πτώ­μα κά­θε δια­με­σο­λά­βη­σης, πα­ρα­μέ­νει α­νοι­χτό. Αυ­τό ας γί­νει συ­νεί­δη­ση σε ό­λους αυ­τούς τους φοι­τητές που ε­πι­θυ­μούν πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα α­πό την α­πό­συρ­ση ε­νός νο­μο­σχε­δί­ου και μέ­χρι τώ­ρα σέρ­νον­ταν πί­σω α­πό την ου­ρά της α­ρι­στε­ράς, ή σπα­τα­λού­σαν χρό­νο μό­νο για την κα­λύ­τε­ρη ορ­γά­νω­ση της σύ­γκρου­σης με τους μπά­τσους.
Το πρί­σμα μέ­σα α­πό το ο­ποί­ο α­να­λύ­εις έ­να φαι­νό­με­νο σχε­τί­ζε­ται α­ναμ­φι­σβήτη­τα και με την θέ­ση που ε­πι­λέ­γεις να πά­ρεις α­πέ­να­ντι σε αυ­τό το φαι­νό­μενο. Με αυ­τή την έν­νοια, η α­ντα­γω­νι­στι­κή α­νά­λυ­ση δεν εί­ναι το μα­γι­κό φίλ­τρο που κά­νει το μι­σο­ά­δειο πο­τή­ρι να φαί­νε­ται μι­σο­γε­μά­το, αλ­λά εί­ναι σί­γου­ρα η ε­πι­λο­γή δια­θε­σι­μό­τη­τας να δε­σμευ­τεί κά­ποιος σε α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά προ­τάγ­μα­τα. Το φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα δεν το πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με α­πό την τη­λε­ό­ρα­ση, ού­τε βγά­λα­με τα συ­μπε­ρά­σμα­τα που κα­τα­θέ­σα­με με­λε­τώ­ντας τα ευαγ­γέ­λια πε­ρα­σμέ­νων ι­δε­ο­λο­γιών. Κα­τε­βή­κα­με στους δρό­μους, πή­γα­με στις κα­τει­λημ­μέ­νες σχο­λές, φά­γα­με τα δα­κρυ­γό­να και την βί­α των μπά­τσων στις πο­ρεί­ες, και α­ντα­πο­δώ­σα­με έ­να (πο­λύ μι­κρό έ­ως ε­λάχι­στο, εί­ναι η α­λή­θεια) μέ­ρος της βί­ας που υ­πο­στή­κα­με ό­ταν χρειά­στη­κε, μιλή­σα­με με κά­ποιους φοι­τη­τές (συν­δι­κα­λι­στές, ή ό­χι), στα­θή­κα­με αλ­λη­λέγ­γυοι στον α­γώ­να τους. Ό­λα αυ­τά δεν τα κά­να­με α­πό την ά­πο­ψη ό­τι συμ­με­τέ­χου­με σε μια ε­πα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σί­α, ού­τε α­πό την ά­πο­ψη ό­τι ο­φεί­λου­με να «ε­κτρέ­ψου­με» τις φοι­τη­τι­κές πο­ρεί­ες, σε κά­τι που έ­μοια­ζε να μην το θέ­λουν οι ί­διοι οι φοι­τη­τές. Το κά­να­με α­φε­νός α­πό την ά­πο­ψη της αλ­λη­λεγ­γύ­ης σε έ­να κί­νη­μα που μπο­ρεί να μπλο­κά­ρει μια πτυ­χή του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου σχε­δί­ου, πράγ­μα που θα δώ­σει άλ­λο α­έ­ρα σε μας και στην υ­πό­θε­ση της δι­κής μας α­ντί­στα­σης στους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας μας (και ό­χι μό­νο). Και το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο α­πό ό­λα, το κά­ναμε ε­πει­δή θέ­λα­με να κα­τα­νο­ή­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τις βα­θύ­τε­ρες ε­πι­θυ­μί­ες και α­νά­γκες αυ­τών των υ­πο­κει­μέ­νων, για­τί έ­να πα­ρά­ξε­νο πεί­σμα δεν μας ά­φη­νε να πι­στέψου­με ό­τι ό­λοι αυ­τοί (που ε­πι­μέ­νουν να κα­τε­βαί­νουν στο δρό­μο χω­ρίς κα­μιά εμπει­ρί­α α­γώ­να, μέ­σα σε συν­θή­κες υ­πο­σα­χά­ριας Α­φρι­κής, έ­χο­ντας κα­τα­πιεί όλων των ει­δών τις χη­μεί­ες τύ­που cs και έ­χοντας με­τρή­σει κά­μπο­ση βί­α στα κορ­μιά τους) α­γω­νί­ζο­νται μό­νο για δη­μό­σια δω­ρε­άν παι­δεί­α.
Μια υ­πό­θε­ση ερ­γα­σί­ας που κά­νου­με για πα­ρά­δειγ­μα -και που α­παι­τεί ε­μπει­ρική ε­πι­βε­βαί­ω­ση- εί­ναι ό­τι έ­να μέ­ρος των φοι­τη­τών-τριών έ­πρα­ξαν έ­τσι πιο πο­λύ ε­πει­δή δεν γου­στά­ρουν άλ­λο να εί­ναι οι μα­λά­κες της υ­πό­θε­σης: ξέ­ρο­ντας ό­τι δεν θα χουν πο­τέ το μέλ­λον που πι­θα­νόν φα­ντά­στη­καν, δεν εί­ναι πρό­θυ­μοι να πλη­ρώ­σουν γραμ­μά­τια α­κρι­βό­τε­ρα α­πό αυ­τά που τους α­να­λο­γούν, στο πα­ρόν. Πιο απλά: «Δεν φτάνει που μας ετοιμάζεται για αναλώσιμο υλικο, θέλετε να λιώσουμε από τώρα;». Αν αυ­τή η υ­πό­θε­ση εργα­σί­ας εί­ναι σω­στή, δη­μιουρ­γεί­ται ή­δη έ­να γό­νι­μο έ­δα­φος για την κα­τα­στρο­φή ψευ­δαι­σθή­σε­ων κοι­νω­νι­κής α­νό­δου και για την δη­μιουρ­γί­α μί­ας νέ­ας συνεί­δη­σης που θα κα­τα­νο­εί σε βά­θος ό­τι η ση­με­ρι­νή τά­ση του κε­φα­λαί­ου να μετα­τρέ­πει την συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α των α­πο­φοί­των των α­νώ­τε­ρων σχο­λών σε υ­πο­τι­μη­μέ­νους ερ­γά­τες (αυ­τό που, χω­ρίς να εί­χε την πλή­ρη μορ­φή που έ­χει σή­με­ρα, ο­νο­μά­στη­κε σε μια πα­λιό­τε­ρη πε­ρί­ο­δο «α­ντι­κει­με­νι­κή προ­λε­τα­ριοποί­η­ση της δια­νο­η­τι­κής ερ­γα­σί­ας») έ­χει ε­λά­χι­στες πι­θα­νό­τη­τες να α­να­στρα­φεί, και ά­ρα οι α­το­μι­κές λύ­σεις διε­ξό­δου α­πό αυ­τή την κα­τά­στα­ση εί­ναι περιο­ρι­σμέ­νες, για πε­ριο­ρι­σμέ­νους και σί­γου­ρα ε­πώ­δυ­νες (δη­λα­δή α­παι­τούν αντί­τι­μο ά­πει­ρων ερ­γα­το­ω­ρών, πολ­λές ε­πι­κύ­ψεις, και α­νε­ξά­ντλη­τες υ­πο­χω­ρήσεις και υ­πο­μο­νή ε­νώ­πιον προ­ϊ­στα­μέ­νων και α­φε­ντι­κών). Ο­πό­τε ο άλ­λος δρόμος που μέ­νει στους φοι­τη­τές-τριες εί­ναι η συλ­λο­γι­κή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και η δρά­ση που υ­πα­γο­ρεύ­ει αυ­τή η συ­νει­δη­το­ποί­ηση: η συ­γκρό­τη­ση τους δη­λα­δή σαν συ­νει­δη­τή και έ­μπρα­κτη κοι­νό­τη­τα συμ­φε­ρόντων μα­ζί με τους άλ­λους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους σε σχέ­ση α­ντα­γω­νι­στι­κή με την κυ­ριαρ­χί­α (αυ­τό που ο­νο­μα­ζό­ταν πα­λιά «υ­πο­κει­με­νι­κή προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση»). Ό­πως και να χει το πράγ­μα, αυ­τή εί­ναι μια υ­πό­θε­ση ερ­γα­σί­ας που μέ­νει να δια­ψευ­στεί, ή να ε­πι­βε­βαιω­θεί.
Αυ­τό που έ­χει τώ­ρα ση­μα­σί­α εί­ναι οι ί­διοι οι ρι­ζο­σπά­στες φοι­τη­τές να μιλή­σουν για τον α­γώ­να τους, για τις ε­πι­θυ­μί­ες και για τις α­νά­γκες τους και για την δη­μιουρ­γί­α αυ­τών των σχέ­σε­ων που θα τις α­φή­σουν να α­να­πτυ­χθούν μέσα στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο. Να α­να­πτυ­χθούν με τον τρό­πο που θα ευ­νο­εί το ξε­πέ­ρασμα των ση­με­ρι­νών κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων.



1. Για να ξε­κα­θα­ρί­σου­με κά­τι: οι κα­τα­κτή­σεις αυ­τές δεν ή­ταν κα­τα­κτή­σεις των ρι­ζο­σπα­στών φοι­τη­τών, ή της α­ρι­στε­ράς· ή­ταν κα­τα­κτή­σεις του συλ­λο­γι­κού υ­πο­κειμέ­νου(φοι­τη­τών κυ­ρί­ως, αλ­λά ό­χι μό­νο) των α­γώ­νων αυ­τής της πε­ριό­δου.
2. Π.χ, στα ΤΕΙ Α­θή­νας. Α­ντι­γρά­φου­με α­πό προ­κή­ρυ­ξη του συ­ντο­νι­στι­κού κα­τά­ληψης που μοι­ρά­στη­κε στην πο­ρεί­α της 8ης Ιου­νί­ου: «Ο α­γώ­νας που αυ­τή την στιγ­μή διε­ξά­γε­ται δεν μπο­ρεί να πε­ριο­ρι­στεί στην δια­σφά­λι­ση κε­κτη­μένων πα­λιό­τε­ρων α­γώ­νων. Δεν σκο­πεύ­ου­με να ε­πα­να­φέ­ρου­με την προ­η­γού­με­νη κατά­στα­ση της παι­δεί­ας, αλ­λά στο­χεύ­ου­με σε μια πιο ευ­ρεί­α αλ­λα­γή της που δεν μπο­ρεί πα­ρά να α­παι­τεί ρι­ζι­κές αλ­λα­γές στις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Αλ­λα­γές που δεν μπο­ρούν να κα­τα­γρα­φούν σαν μια α­πο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νη πρό­τα­ση α­φού οι τά­σεις που συμ­με­τέ­χουν σε έ­να κί­νη­μα εί­ναι διά­φο­ρες και με­ρι­κές φο­ρές α­ντι­θε­τι­κές ό­σον α­φο­ρά τους τε­λι­κούς στό­χους της κά­θε μιας. Ω­στό­σο στην βά­ση της ο­ρι­ζό­ντιας ορ­γά­νω­σης και του α­δια­με­σο­λά­βη­του α­γώ­να, μπο­ρούν αν συ­νερ­γα­στούν ό­λες οι δυ­νά­μεις που μά­χο­νται για μια ο­λο­κλη­ρω­τι­κή ή με­ρική κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή. Φυ­σι­κά α­πό την συ­νερ­γα­σί­α αυ­τή α­πο­κλεί­ο­νται ό­λες οι γρα­φειο­κρα­τι­κές και συμ­βι­βα­σμέ­νες ορ­γα­νώ­σεις εί­τε αυ­τές εί­ναι ξε­κά­θαρα ταγ­μέ­νες στην πλευ­ρά του κα­θε­στώ­τος, εί­τε πλα­σά­ρουν έ­να α­γω­νι­στι­κό πρόσω­πο».
3. Η θέ­α των κα­μέ­νων τρα­πε­ζών και των δια­λυ­μέ­νων sex shops εί­ναι του­λά­χι­στον γο­η­τευ­τι­κή σαν μια κα­θα­ρή έκ­φρα­ση του μί­σους που χρω­στά­με σε κρά­τος και α­φε­ντι­κά. Ρω­τά­με ό­μως: σε μια Συγ­γρού που δεν υ­πάρ­χει ούτε ρου­θού­νι μπά­τσου σε α­πό­στα­ση ε­κα­το­ντά­δων μέ­τρων και με δε­δο­μέ­νο το ό­τι εί­χε προ­η­γη­θεί μια πο­ρεί­α που εί­χε ε­πι­τε­θεί στην α­στυ­νο­μί­α μια βδο­μά­δα πριν και εί­χε κα­τα­στα­λεί ά­γρια, ποιο διά­ο­λο ε­ξυ­πη­ρε­τού­σαν τα μπά­χα­λα σε τρά­πε­ζες, αυ­το­κί­νη­τα και μα­γα­ζιά; Ποιο διά­ο­λο με την έν­νοια ό­τι έ­δω­σαν μια δι­πλή ευ­και­ρί­α στο κρά­τος και στην α­ρι­στε­ρά του: α­φε­νός «να τι γί­νε­ται όταν η α­στυ­νο­μί­α α­φή­νει τους τα­ρα­χο­ποιούς και δεν ε­πεμ­βαί­νει» και α­φε­τέρου μια κα­λή ευ­και­ρί­α δια­χω­ρι­σμού των «ει­δι­κών της βί­ας», α­πό τους «ει­ρηνι­κούς» φοι­τη­τές (το πρώ­το πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το δεύ­τε­ρο). Εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει ε­κτός α­πό α­νά­λη­ψη της «ερ­γο­λα­βί­ας της βί­ας» δεν συ­νι­στούν πα­ράλ­λη­λα και μια ε­πί­δει­ξη γρα­φι­κό­τη­τας (εκ μέρους ε­νός κομ­μα­τιού της α­ναρ­χί­ας/αυ­το­νο­μί­ας); Εί­χαν κα­μί­α σχέ­ση αυ­τά τα μπά­χα­λα, ό­πως και τα α­ντί­στοι­χα στο χώ­ρο του πο­λυ­τε­χνεί­ου μια βδο­μά­δα μετά, με αυ­τά της πο­ρεί­ας της 8ης Ιου­νί­ου, ή με την (πε­ριο­ρι­σμέ­νη έ­στω) σύ­γκρου­ση στα προ­πύ­λαια και στην νομι­κή της 27ης Ιου­νί­ου που οι ίδιοι οι φοι­τη­τές -δη­λα­δή τα ί­δια τα υ­πο­κεί­με­να του κι­νή­μα­τος α­νε­ξάρ­τη­τα από την πο­λι­τι­κή τους ταυ­τό­τη­τα- ή­ταν το κύ­ριο υ­πο­κεί­με­νο της σύ­γκρου­σης;
Εν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει, υ­πάρ­χει βί­α α­ντα­γω­νι­στι­κή/συλ­λο­γι­κή και βί­α γρα­φειο­κρα­τι­κή/χει­ρα­γω­γι­κή ή ό­χι; Κά­θε α­πά­ντη­ση ευ­πρόσ­δε­κτη.
4. Δύ­ο α­πό τα βα­σι­κά συν­θή­μα­τα της δια­μαρ­τυ­ρί­ας ή­ταν: Μέ­χρι τις Βρυ­ξέ­λες, να α­κου­στεί κα­λά/ δεν θέ­λου­με ειδί­κευ­ση, θέ­λου­με δου­λειά και Θέ­λου­με δου­λειά και ό­χι α­νερ­γί­α/ την κρί­ση να πλη­ρώ­σει η ο­λι­γαρ­χί­α.
5. Σε μια δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση πριν κα­μιά δε­κα­ριά χρό­νια εί­χα­με πει ό­τι το σύν­θη­μα δη­μό­σια δω­ρε­άν παι­δεί­α εμπε­ριέ­χει τρί­α ψέ­μα­τα. Πρώ­τον, η παι­δεί­α δεν εί­ναι δη­μό­σια α­φού δεν α­πο­φασί­ζει γι’ αυ­τήν ο δή­μος (δηλ. «ο λα­ός», για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τους ό­ρους της α­ρι­στε­ράς)· δεύ­τε­ρο δεν εί­ναι δω­ρε­άν ε­πει­δή χρειά­ζε­σαι μια πε­ριου­σία (για να μπεις σε και να) βγά­λεις μια σχο­λή· και τρί­τον δεν εί­ναι παι­δεί­α, δηλ. πο­λύ­πλευ­ρη μόρ­φω­ση/διά­νοι­ξη ο­ρί­ζο­ντων κλπ, αλ­λά εκ­παί­δευ­ση δη­λα­δή κρα­τι­κά θε­σμι­σμέ­νη κα­τάρ­τι­ση). Σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση αυ­τός εί­ναι ο σκλη­ρός πυ­ρή­νας της «τα­ξι­κό­τη­τας» της: η ι­δε­ο­λο­γι­κή/δια­χω­ρι­στι­κή της φύ­ση και λει­τουρ­γί­α και ό­χι η πα­ρε­μπό­δι­ση των χα­μη­λών οι­κο­νο­μι­κών στρω­μά­των να κάνουν τους γό­νους τους μι­κρο­α­στούς..
6. Ό­ποιος κά­νει τον κό­πο να δια­βά­σει αυ­τά που εί­πε ο Γιωρ­γά­κης στην προ η­με­ρη­σί­ας δια­τά­ξε­ως συ­ζήτη­ση για την παι­δεί­α στην Βου­λή, θα συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πό­σο έ­χει κα­τα­τρο­πωθεί η α­ρι­στε­ρά α­πό την α­στι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α και πό­σο ξε­πε­ρα­σμέ­νη εί­ναι σή­μερα.

Mία μεγάλη υποσημείωση

Σε αυ­τό το κεί­μενο δεν συμ­φω­νούν ό­λα τα μέ­ρη της δια­δι­κα­σί­ας σε τέ­τοιο βαθ­μό ώ­στε να εί­ναι σε θέ­ση να το υ­πε­ρα­σπι­στούν δη­μό­σια. Ως εκ τού­του, και έ­χο­ντας κά­ποιες διαφω­νί­ες εί­μα­στε υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι του­λά­χι­στον να τις πε­ρι­γρά­ψου­με.
Σε γε­νι­κές γραμ­μές υ­πάρ­χουν πο­λύ σο­βα­ρές θε­ω­ρη­τι­κές εν­στά­σεις πά­νω στην α­νά­λυ­ση που γί­νε­ται για τον ρό­λο του πα­νε­πι­στη­μί­ου, σή­με­ρα. Ό­πως έ­χει πει προ α­μνη­μο­νεύ­των χρό­νων ο Πι­λα­λί: «Τα πα­νε­πι­στή­μια πα­ρά­γουν ει­δι­κό­τητες και ό­χι προ­σω­πι­κό­τη­τες». Στο πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο υ­πάρ­χουν δύο λει­τουργί­ες που α­να­γνω­ρί­ζο­νται στον θε­σμό πα­νε­πι­στή­μιο: ι­δε­ο­λο­γι­κή και πα­ρα­γω­γική. Ω­στό­σο για ε­μάς, σφάλλει το κείμενο ό­ταν ε­στιά­ζει κα­τά βά­σην στην ι­δε­ο­λο­γι­κή λει­τουρ­γί­α του πα­νε­πι­στη­μί­ου, που ει­δι­κά σήμε­ρα εί­ναι πο­λύ λι­γό­τε­ρη σε ι­σχύ, σε σχέ­ση με το life style και τα ΜΜΕ. Ως εκ τού­του και α­πό την στιγ­μή που παίρ­νεις λά­θος τραί­νο «ό­λοι οι σταθ­μοί θα εί­ναι οι λά­θος σταθ­μοί». Για­τί α­πό ε­κεί και κά­τω το κεί­με­νο κα­τά την γνώ­μη μας φαί­νε­ται να στο­χεύ­ει διαρ­κώς λά­θος. Ας πού­με τι σχέ­ση έχει η ι­δε­ο­λο­γι­κή λει­τουρ­γί­α του πα­νε­πι­στη­μί­ου με την παν­σπερ­μί­α σχο­λών σε κά­θε κω­μό­πο­λη; Αυ­τό για ε­μάς έ­χει να κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο με τον πολι­τι­κό, α­να­δια­νε­μη­τι­κό ρό­λο του πα­νε­πι­στη­μί­ου πα­ρά με ο­ποιον­δή­πο­τε ι­δεο­λο­γι­κό. Συ­νο­λι­κά, πά­ντως το κεί­με­νο φαί­νε­ται να ε­ντο­πί­ζει το πρό­βλη­μα στην ι­δε­ο­λο­γι­κή σφαί­ρα πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ό­τι χρειά­ζε­ται, (και συ­χνά βέβαια α­κό­μα και σ’ αυ­τό το κά­νει λά­θος –ποιος σχε­τί­ζει στα 2006 την κοινω­νι­κή πρό­ο­δο με το πτυ­χί­ο;).
Μί­α δεύ­τε­ρη δια­φω­νί­α έ­χει να κά­νει με την γε­νι­κή κα­τεύ­θυν­ση του κει­μέ­νου και τα ζη­τή­μα­τα που ε­πι­λέ­γει να θί­ξει. Για πα­ρά­δειγ­μα θε­ω­ρού­με πιο ση­μαντι­κό να ει­πω­θούν πράγ­μα­τα για την πα­ρα­γω­γι­κή και πο­λι­τι­κή ση­μα­σί­α του πανε­πι­στη­μί­ου στην Ελ­λά­δα, και να στα­θού­με πα­ρα­πά­νω σε αυ­τό προ­κει­μέ­νου να δού­με τις υ­λι­κές συν­θή­κες που πα­ρά­γει. Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι α­ντι­φά­σκω­ντας το κεί­με­νο με τον ε­αυ­τό του προ­σπα­θεί να κά­νει αυ­τό, αλ­λά το κά­νει με λά­θος τρόπο.
Μί­α τρί­τη δια­φω­νί­α που εί­ναι για ε­μάς πο­λύ ση­μα­ντι­κή εί­ναι το ό­τι α­ντι­λαμβά­νε­ται τους φοι­τη­τές σαν κά­τι που α­πο­τε­λεί με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο μί­α κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα. Δεν υ­πάρ­χουν κοι­νω­νι­κές και οι­κο­νο­μι­κές δια­φο­ρές, ας πού­με, στα πα­νε­πι­στή­μια; Για ε­μάς το πρώ­το ε­ρώ­τη­μα που θα πρέ­πει να α­παντά­ται σε σχέ­ση με την συ­γκε­κρι­μέ­νη κοι­νω­νι­κή ο­μά­δα εί­ναι το κα­τά πό­σο υπάρ­χουν α­ντι­τι­θέ­με­να συμ­φέ­ρο­ντα ε­ντός της. Εί­ναι ί­διος ο φοι­τητής της ια­τρι­κής ή της νο­μι­κής που θα κλη­ρο­νο­μή­σει την δου­λειά του μπα­μπά του με έ­ναν άλ­λο που ο μπα­μπάς του δεν έ­χει ια­τρεί­ο ή δι­κη­γο­ρι­κό γρα­φεί­ο; Και σε άλ­λο ε­πί­πε­δο: εί­ναι ί­διοι οι φοι­τη­τές (κοι­νω­νι­κά και ας μας ε­πι­τραπεί να πού­με και τα­ξι­κά) του τμή­μα­τος ε­πι­στή­μης υ­πο­λο­γι­στών, με τους φοιτη­τές ι­χθυο­καλ­λιέρ­γειας;
Μί­α τε­λευ­ταί­α δια­φω­νί­α και κλεί­νου­με ε­δώ έ­χει να κά­νει με το ε­πί­πε­δο στο ο­ποί­ο α­σκεί­ται η κρι­τι­κή στο φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα κά­τι το ο­ποί­ο δεν εί­ναι μόνο α­δυ­να­μί­α των συ­ντρό­φων του πε­ριο­δι­κού. Δυ­στυ­χώς, ό­πο­τε οι φοι­τη­τές και η νε­ο­λαί­α κά­νει κά­τι σε κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό ε­πί­πε­δο η σύ­γκρι­ση εί­ναι α­να­πό­φευ­κτη: «η χρυ­σή δε­κα­ε­τί­α του ‘60». Ω­στό­σο, η α­νά­λυ­ση των συ­ντρό­φων δεν δια­κα­τέ­χε­ται α­κρι­βώς α­πό αυ­τό αν και κά­νει έ­να δύ­ο στρα­βο­πα­τή­μα­τα, το βα­σι­κό πράγ­μα που α­γνο­εί εί­ναι ό­τι το ’68 το φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα ή­ταν έ­να επί μέ­ρους κομ­μά­τι μί­ας γε­νι­κό­τε­ρης ε­πα­να­στα­τι­κής κί­νη­σης που ε­κτει­νόταν σχε­δόν σε ό­λους τους το­μείς της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, α­πό την τέχνη μέ­χρι την σε­ξουα­λι­κό­τη­τα, και α­πό την ια­τρι­κή μέ­χρι την ερ­γα­σί­α της νοι­κο­κυ­ράς… Σή­με­ρα, εν τη α­που­σί­α ε­νός τέ­τοιου πράγ­μα­τος πως και για­τί κρίνου­με τις φοι­τη­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις;

No comments: