Τεύχος Έκτο - Για ένα Μάρτη και Μισό Απρίλη

Οι α­γώ­νες των τε­λευ­ταί­ων μη­νών στη Γαλ­λί­α ε­νά­ντια στο νο­μο­σχέ­διο για το CPE ξεχά­στηκαν, ή έ­γι­νε προ­σπά­θεια να ξεχαστούν, ταυ­τό­χρο­να με την α­πόσυρ­ση του ε­πί­μα­χου νομο­σχεδί­ου από την κυ­βέρ­νη­ση Βιλπέν. Θα ή­ταν εύ­κο­λο –και σε γενικές γραμ­μές σχε­δόν έ­χει ή­δη γί­νει– να συρ­θούν οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αυ­τές μέ­σα σε έ­να πλαί­σιο έ­τοι­μων ερ­μη­νειών α­πό ό­που θα μπο­ρού­σαν να εξαχθούν α­κό­μα πιο έ­τοι­μα συ­μπε­ρά­σμα­τα. Εύ­κο­λο ε­πί­σης θα ή­ταν να α­πο­δο­θεί στους α­γώ­νες ενάντια στο CPE ο ευ­κο­λο­φό­ρε­τος χα­ρακτη­ρι­σμός της «ρε­φορ­μιστι­κής διεκ­δί­κη­σης», ώ­στε να μην αξίζουν την ο­ποια­δή­πο­τε περαι­τέ­ρω α­να­φορά ή προ­σο­χή. Τα πράγ­μα­τα ό­μως, του­λά­χι­στον για ε­μάς, δεν εί­ναι τόσο α­πλά ό­σο φαί­νο­νται και σί­γου­ρα δεί­χνουν πο­λύ λι­γό­τε­ρο δε­δομένα και αυτονό­η­τα α­πό ό­σο μοιάζουν ώ­στε να αρ­κούν κά­ποιες γε­νι­κό­λο­γες α­να­φο­ρές για να τα ε­ξηγήσουν –πό­σο μάλλον ό­ταν α­φο­ρούν γε­γο­νό­τα που συμβαί­νουν σε έ­να αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κό πλαί­σιο. Για­τί μπο­ρεί ο γαλ­λι­κός Μάρ­της, προς με­γά­λη α­πο­γο­ή­τευ­ση των φε­ρέ­φω­νων της κυ­ριαρ­χί­ας, να μην ή­ταν ο τό­σο πο­λυ­διαφη­μι­σμέ­νος «νέ­ος Μάης», ση­ματο­δο­τεί ό­μως, με την τρο­πή που πή­ρε, την ε­πι­στρο­φή των εκ­με­ταλλευό­με­νων στο κοι­νω­νι­κό πε­δί­ο, αλ­λά­ζο­ντας, έ­στω και προ­σω­ρι­νά, το συ­σχε­τι­σμό των δυνά­με­ων σε μια χρονι­κή πε­ρί­ο­δο ό­που τα αφε­ντικά (θέ­λουν να) παί­ζουν εν ου παικτοίς στο πολι­τι­κό πε­δί­ο.
Προ­φα­νώς και ο κα­πι­τα­λι­σμός στη Γαλλί­α δεν πε­ρί­με­νε το νό­μο Βιλ­πέν για το CPE, κα­τευθεί­αν υ­πα­γο­ρευ­μέ­νο α­πό τα αφεντι­κά του στο Medef [το α­νά­λο­γο του ΣΕΒ], ώ­στε να ω­θή­σει την α­γο­ρά ερ­γα­σί­ας στην πε­ραιτέ­ρω «ευε­λι­κτο­ποί­η­σή» της και να βά­λει, τρό­πον τι­νά, στις «ράγες» της οι­κο­νο­μι­κής πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης τη γαλ­λι­κή οι­κο­νο­μί­α. Τα α­φε­ντι­κά δεν επέλε­ξαν τυ­χαί­α τη συ­γκεκρι­μέ­νη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο, α­μέ­σως με­τά τα γε­γο­νό­τα του Νο­εμ­βρί­ου, για να πε­ρά­σουν έ­να τέ­τοιο νομοσχέ­διο που ε­ντεί­νει α­πό την πλευ­ρά τους τον ταξι­κό και κοινω­νι­κό πό­λε­μο και βα­θαίνει ό­χι μό­νο τις κοι­νω­νι­κές α­νι­σότητες, αλ­λά και τους ή­δη υ­πάρ­χοντες δια­χω­ρι­σμούς με­ταξύ των ί­διων των ερ­γαζο­μέ­νων, μιας και ο νό­μος για το CPE ε­ντάσ­σεται στο ευ­ρύ­τε­ρο σχέ­διο νό­μου πε­ρί των «ί­σων ευκαιριών» που ε­πι­βλή­θη­κε στους ερ­γαζομένους, με την α­γα­στή συμ­φω­νί­α ό­λων των συνδι­κά­των, και το ο­ποί­ο στην ου­σί­α ε­πι­τρέ­πει, και νό­μι­μα πλέ­ον, στους ερ­γο­δό­τες να εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται (α­πα­σχολώντας εννο­εί­ται…) α­νή­λι­κους α­πό 14 χρο­νών μέ­σω μιας «δο­κι­μα­στι­κής περιόδου εκ­μά­θη­σης». Η νομιμοποί­η­ση της ερ­γασίας των α­νηλί­κων, την ο­ποί­α ει­ση­γεί­ται το πε­ρί­φη­μο άρ­θρο 8 του νό­μου, βά­ζει στο στό­χαστρο ό­λους τους νέ­ους ε­κεί­νους των χα­μηλότε­ρων κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των που πε­τά­ει στα α­ζή­τη­τα το γαλ­λι­κό εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα, ε­πι­δο­τώ­ντας την ε­γκατάστα­ση των ε­πι­χει­ρή­σε­ων στις βιομη­χα­νι­κές ζώ­νες των προ­α­στί­ων. Με τον τρό­πο αυ­τό, τα α­φε­ντι­κά με­τα­θέ­τουν στην α­γο­ρά εργασί­ας ό,τι δεν κα­τα­φέρ­νει να κά­νει το εκ­παι­δευ­τι­κό σύστη­μα: τον έ­λεγ­χο και την α­να­μόρφω­ση του πλη­θυ­σμού ε­κεί­νου που βρί­σκεται με­τα­ξύ της διαρ­κούς α­νερ­γί­ας και της α­να­σφάλειας («α­πο­κατάστα­ση της κοι­νω­νι­κής συ­νο­χής» ονομάστηκε αυτό). Στο πλαί­σιο αυ­τό, ο νόμος για το CPE αναγνώ­ρι­ζε ου­σια­στι­κά το δι­καίω­μα στους ερ­γο­δό­τες να α­πο­λύ­ουν, ό­πο­τε αυ­τοί ή­θε­λαν και χωρίς προ­σχημα­τι­κές δι­καιο­λο­γί­ες, τους νέ­ους ερ­γα­ζό­με­νους κά­τω των 26 ε­τών με­τά α­πό μια πε­ρί­ο­δο δο­κι­μα­στικής τους χρή­σης με μειωμένες α­πο­δο­χές.
Από την άλ­λη πλευ­ρά ωστό­σο, ού­τε οι α­γώ­νες ε­νάντια σε αυ­τό που έ­χει ο­νο­μα­στεί ως «precarite» ξε­κί­νη­σαν τον Μάρτη του 2006. Και με αυ­τό δεν εν­νο­ού­με α­πλώς τον Νο­έμ­βρη των προαστί­ων, αλ­λά τους αγώ­νες ε­νά­ντια στο νε­ο­φιλελεύθε­ρο σχέ­διο που έ­χουν μια ι­στο­ρί­α στη Γαλ­λί­α που πη­γαί­νει του­λά­χι­στον εί­κο­σι χρό­νια πίσω. Oι κι­νη­το­ποι­ή­σεις ενάντια στο CPE θα πρέ­πει λοι­πόν να γί­νουν κα­τα­νο­η­τές ως μια στιγ­μή του α­γώ­να, μια στιγ­μή υ­ψη­λής έ­ντα­σης, μέ­σα σε μια σει­ρά α­πό ε­πι­μέ­ρους α­γώνες σε δια­φο­ρε­τι­κά πε­δί­α, ό­πως εν­δει­κτι­κά ε­κείνων των α­νέρ­γων του 1998, των ερ­γαζο­μέ­νων στην τα­χεί­α ε­στί­α­ση το 2001, των sans-papiers του 2003, των προσωρι­νών ερ­γα­ζο­μένων στον το­μέ­α της δια­σκέ­δα­σης του 2004 για να μην πά­με πί­σω στις ά­γριες απερ­γί­ες του 1995 που προ­κά­λεσαν την πτώ­ση της κυ­βέρ­νη­σης Μπα­λα­ντύρ. Μπο­ρεί ο α­γώ­νας αυτός να τερ­ματίστη­κε με την προσω­ρι­νή υ­πο­χώ­ρη­ση της κυ­βέρ­νη­σης, αλ­λά εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά μέ­σα στην τε­λευ­ταί­α δε­καετί­α που εκ­δηλώνεται, τό­σο κα­τη­γο­ρημα­τι­κά ό­σο και μα­ζικά, μια τό­σο έντο­νη δυ­σα­ρέ­σκεια α­πέ­να­ντι σε μια α­πό τις πτυ­χές του νε­οφιλελεύθερου σχε­δί­ου που να κά­νει φα­νε­ρή τη διαρ­κή και ασυμ­βίβαστη σύ­γκρουση συμ­φε­ρό­ντων που υ­πάρ­χει με­τα­ξύ κυ­ρί­αρχων και κυ­ριαρ­χούμε­νων. Υ­πό την έν­νοια αυτή, η υ­πο­χώ­ρη­ση αυτή των α­φε­ντι­κών μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί α­φε­νός μεν –και σε έ­να συμβο­λι­κό επί­πε­δο– ως μια νί­κη της ερ­γα­σί­ας α­πέ­να­ντι στο κε­φά­λαιο που ως τέ­τοια, και δε­δο­μέ­νης της ι­στορικής συγκυρί­ας, α­πο­κτά έ­να ση­μα­ντι­κό νό­η­μα που ξε­περ­νά τα ό­ρια της γαλ­λικής ε­πι­κρά­τειας, α­φετέρου δε ως μια εκ­δή­λω­ση της κρί­σης του κα­θε­στώ­τος των νέ­ων μορ­φών απασχό­λη­σης και των επιβαλ­λόμε­νων ρυθ­μί­σε­ων που τους α­ντι­στοι­χούν (θα επανέλ­θου­με). Ιδιαί­τε­ρα μά­λι­στα σημαντικό α­πό τη στιγ­μή που η κύρια α­ντίδρα­ση α­πέ­να­ντι στο νό­μο αυ­τό προ­ήλ­θε από τα υποκείμε­να εκεί­να που α­φο­ρούσε πιο ά­με­σα: την ερ­γα­ζό­με­νη (και μελ­λο­ντι­κά ερ­γα­ζό­με­νη) νεολαί­α.
Οι πρώ­τοι λοι­πόν, που ξε­ση­κώ­θηκαν α­πέ­να­ντι στο νό­μο της κυ­βέρ­νη­σης ήταν οι νέ­οι, νέ­οι των με­σαί­ων και των χαμηλό­τε­ρων κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων α­πό το κέ­ντρο, τα προ­ά­στια και την ε­παρ­χί­α, μιας και εί­ναι από τις κα­τη­γο­ρί­ες ε­κεί­νες του πλη­θυ­σμού που πλήτ­τεται πε­ρισσό­τε­ρο α­πό την α­νεργί­α και την α­να­σφά­λεια της α­γο­ράς ερ­γα­σί­ας. Μό­νο στο 3ο τρί­μη­νο του 2005 πά­νω α­πό μισό εκατομμύ­ριο ερ­γα­ζό­με­νοι δού­λευαν ως προ­σω­ρι­νοί σε μι­κρο­δου­λειές, εκ των ο­ποί­ων πά­νω α­πό το 70% ή­ταν νέ­οι κά­τω των 25 ε­τών με συμ­βό­λαιο πε­ριο­ρι­σμέ­νου χρόνου και με μι­σθούς πο­λύ κα­τώ­τε­ρους του βα­σικού. Μό­νο το 2004 τουλάχι­στον οι μι­σοί α­πό ε­κεί­νους-ες που εγ­γρά­φονταν σε σχο­λές ανώτε­ρης ή α­νώ­τα­της εκ­παί­δευ­σης κά­θε χρό­νο, αναγκά­ζο­νταν να ερ­γα­στούν προ­κει­μέ­νου να μπο­ρέ­σουν να ολο­κλη­ρώ­σουν τις σπου­δές τους. Υ­πό έ­να κα­θε­στώς α­νερ­γί­ας των νέ­ων μι­κρότε­ρων των 25 ε­τών που, ε­πί­ση­μα τουλάχι­στον, αγ­γί­ζει το 23,3% και η ο­ποί­α μό­νο τον τελευ­ταί­ο χρό­νο αυ­ξή­θη­κε κα­τά 2,5%, η ερ­γο­δο­σί­α, με­τά α­πό μια δο­κι­μα­στι­κή περί­ο­δο, ε­ξω­θεί στην α­πό­λυ­ση γύ­ρω στους μι­σούς νε­ο­προ­σλη­φθέντες ερ­γαζο­μέ­νους νε­α­ρής η­λι­κί­ας.
Η α­που­σί­α ο­ποιασ­δήπο­τε α­λη­θι­νής προ­ο­πτι­κής και διε­ξό­δου που έ­χει ε­πι­βάλ­λει ο καπι­ταλισμός τα τε­λευ­ταί­α χρόνια σε έ­να ό­λο και με­γαλύ­τε­ρο μέ­ρος του πλη­θυ­σμού φαί­νε­ται πως γίνεται ό­λο και πιο πο­λύ συ­νει­δη­τή α­πό ό­λο και πε­ρισσότε­ρους και μά­λι­στα α­πό πο­λύ νω­ρίς. Όχι δηλα­δή μό­νο α­πό φοι­τη­τές, αλ­λά α­κό­μα και α­πό τους ί­διους τους μα­θη­τές, που κατέ­βη­καν στους δρόμους εί­τε ως νέ­οι, εί­τε ως μελ­λο­ντι­κοί ερ­γα­ζό­με­νοι. Η Μπλα­ντίν, μα­θή­τρια λυ­κεί­ου στο λύκειο Βολ­ταί­ρος της Ορλε­ά­νης α­να­φέρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Μπο­ρεί το Συμ­βόλαιο Πρώ­της Πρόσλη­ψης να μην εί­ναι για τώ­ρα, ό­μως ε­γώ α­νησυχώ. […] Το βρί­σκω απαράδεκτο να μπο­ρούν να μας α­πο­λύ­ουν έ­τσι, χω­ρίς αι­τί­α, α­πό τη μια μέ­ρα στην άλ­λη», ε­νώ ό­πως διαβά­ζουμε σε μια προ­κή­ρυ­ξη του «Με­τώ­που κα­τά του CPE»: «Έ­χου­με κα­τα­λά­βει κα­λά α­πό τις ί­διες τις υ­λι­κές συν­θή­κες της ύ­παρ­ξής μας, χω­ρίς να χρειάζεται να κά­νου­με θε­ωρί­α, πως δε θα υ­πάρ­ξει κα­μία κα­λυ­τέ­ρευ­ση». Η νέ­α γε­νιά που ξε­ση­κώ­θη­κε κα­τά του CPE κα­τέ­βη­κε στο δρό­μο ό­χι μό­νο με πο­λύ λι­γό­τε­ρες ψευδαι­σθή­σεις για το πα­ρόν σε σχέ­ση με πα­λαιό­τε­ρες, αλλά και με πο­λύ λι­γό­τε­ρες προσ­δο­κί­ες για το μέλ­λον. Ο Α­ντουάν φοι­τη­τής της σχολής Κα­λών Τε­χνών στο Πα­νε­πι­στή­μιο Marc Bloch του Στρα­σβούρ­γου λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Αυτή τη στιγ­μή α­κού­με να λέ­νε πως οι τέ­χνες δεν εί­ναι έ­νας κλά­δος «α­ποδοτικός»… Εί­ναι συ­νέ­χεια αυτά τα προ­βλή­μα­τα α­πο­δοτικό­τη­τας που μας δια­φθεί­ρουν τη ζω­ή. […] Μας συγκρί­νουν συ­χνά με τον Μά­η του ’68, αλ­λά το’68 υ­πήρ­χε ερ­γα­σί­α στην έ­ξοδο. Εί­μα­στε μια γε­νιά χω­ρίς ψευ­δαισθή­σεις. Ε­μέ­να όμως θα μου ά­ρε­σε να μπο­ρώ να ο­νει­ρευ­τώ λί­γο». Αυ­τή η γε­νι­κευ­μέ­νη δυσαρέ­σκεια και η βα­θιά α­πο­γοήτευ­ση, η ο­ποί­α προ­φα­νώς και δεν ε­ξη­γεί την α­ντίδρα­ση ούτε και την κα­τεύ­θυν­ση του αγώ­να, ή­ταν που λει­τούρ­γη­σε –σε αρ­χι­κό του­λά­χι­στον ε­πί­πε­δο– ε­νω­τι­κά με­τα­ξύ ε­κείνων που ξε­κί­νη­σαν τις κινητο­ποι­ή­σεις. Και στη βά­ση αυ­τή έ­γι­νε συ­νει­δη­τή –α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το βαθ­μό ε­πι­τυ­χί­ας της– η α­νά­γκη για το ξε­πέ­ρα­σμα των ε­πι­βαλ­λόμενων α­πό τον κα­πι­τα­λι­σμό δια­χω­ρι­σμών και διαι­ρέ­σε­ων, ώ­στε να μπο­ρέ­σουν να συγκροτηθούν οι πρώ­τες νη­σί­δες α­ντί­στα­σης: «[…], Το ό­τι α­γω­νι­ζόμα­στε πρώ­τα και κύ­ρια κα­τά του CPE», αναφέ­ρει η Καρολίν φοιτή­τρια στο υ­πό κα­τά­λη­ψη Πα­νε­πι­στή­μιο του Aix, «εί­ναι ε­πει­δή έ­χουμε και την α­νά­γκη να βρε­θού­με και την α­νά­γκη να συνασπι­στού­με γύ­ρω α­πό κά­τι που μας α­πα­σχο­λεί όλους, έ­στω κι αν ό­λοι ξέ­ρου­με πως η precarite υ­πάρ­χει ή­δη πα­ντού με ή χω­ρίς τα CPE-CNE» (οι υ­πο­γραμ­μί­σεις δι­κές μας). Οι δια­δι­κασί­ες αυ­τές μέ­σα α­πό τις ο­ποίες μπό­ρε­σαν να ξεπηδή­σουν οι πρώ­τες α­ντιστά­σεις κα­τά του νο­μο­σχε­δί­ου έ­λα­βαν χώ­ρα πρώ­τα και κύ­ρια στα πανεπι­στή­μια και τα σχολεί­α.
Οι μα­θη­τές και φοι­τητές ή­ταν αυ­τοί που κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τις σχο­λές τους, του­λάχιστον έ­να μή­να προ­τού οι κινητοποι­ή­σεις κλι­μα­κω­θούν, ξε­κί­νη­σαν εκ­στρα­τεί­ες αντι-πλη­ρο­φό­ρη­σης για το CPE με σκο­πό αρ­χι­κά την κι­νη­το­ποί­η­ση των ί­διων των φοιτη­τών. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες των πε­ρι­πτώσε­ων, οι φοι­τη­τές α­νέ­λα­βαν δρά­ση ε­νά­ντια στο CPE ακο­λουθώντας εί­τε τη γραμμή των συνδι­κάτων τους, εί­τε ό­μως και α­να­λαμ­βά­νοντας οι ί­διοι πρω­το­βουλί­ες, ό­πως στην Ανζέρ ό­που α­πό το Φε­βρουά­ριο ή­δη οι φοι­τη­τές του πα­νε­πι­στη­μί­ου Μπέλ-Μπε­ήγ δημιουρ­γούν μια συλ­λο­γικό­τη­τα δρά­σης, η ο­ποί­α ε­νώ­νει συν­δικαλιστές α­πό την UNEF, τη SUD, τη JC, τη LCR, κτλ. Αν και είναι α­λήθεια πως οι κι­νή­σεις αυ­τές των φοιτητών αρ­χι­κά πε­ριορίστη­καν μέ­σα στα πλαί­σια των σχο­λών τους, πα­ρό­λα αυ­τά αρ­γό­τε­ρα έ­δω­σαν ώ­θη­ση και στη δη­μιουργί­α, σε το­πι­κό ε­πί­πε­δο, κάποιων α­νε­ξάρτη­των ε­πι­τροπών βά­σης «anti-CPE» α­πό τους ί­διους τους πο­λί­τες. Οι πε­ρισσό­τε­ρες α­πό τις ε­πι­τροπές αυ­τές δημιουρ­γήθηκαν σε ε­παρ­χιακές πό­λεις, α­φού στην ε­παρ­χί­α η α­νεργί­α και η ανασφά­λεια εί­ναι κα­τά πο­λύ υ­ψη­λό­τε­ρες α­πό το κα­πι­τα­λι­στι­κό κέ­ντρο, και λει­τούρ­γη­σαν σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τόνομα α­πό το συν­δι­κα­λι­στι­κό ε­να­γκα­λι­σμό, ως ση­μεί­α συ­ντο­νι­σμού των κι­νητοποι­ή­σε­ων α­πό τους ί­διους τους πο­λί­τες. Έ­να τέ­τοιο πα­ρά­δειγ­μα α­νε­ξάρτη­της πρω­το­βου­λί­ας των πολιτών υ­πήρ­ξε στη Λο­ριάν ό­που στην το­πι­κή ε­πι­τρο­πή βά­σης που συ­στή­θη­κε πάρ­θη­καν α­πο­φά­σεις ό­χι μό­νο για την κα­τεύθυνση των κι­νητοποι­ή­σεων, αλ­λά και για τη μορφή τους (ό­πως τη διορ­γά­νω­ση χά­πε­νιν­γκς και συ­ναυλιών). Η ε­μπει­ρί­α αυ­τή α­πό τέ­τοιου εί­δους ε­πι­τρο­πές με­τα­βι­βά­στη­κε αρ­κε­τά γρή­γο­ρα σε πολ­λές επαρ­χια­κές πό­λεις, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το ρόλο που αυ­τές τε­λι­κά κατάφεραν να δια­δρα­μα­τί­σουν στην εξέλιξη του α­γώ­να.
Στις Γε­νι­κές Συ­νε­λεύ­σεις που ορ­γα­νώθη­καν στα υ­πό κα­τά­λη­ψη πανε­πι­στή­μια η α­νταπόκρι­ση των φοι­τη­τών υ­πήρ­ξε ι­διαί­τε­ρα με­γά­λη ή­δη α­πό την αρ­χή. Στις συ­νε­λεύ­σεις αυ­τές τέ­θη­καν υ­πό συζή­τη­ση ό­λες οι δια­τάξεις του ε­πί­μα­χου νό­μου, ε­νώ πα­ράλληλα τέ­θη­κε και το ζή­τη­μα της α­πεύ­θυνσης προς τους ί­διους τους α­να­σφα­λείς ερ­γα­ζο­μέ­νους (precaires) με σκο­πό τη συ­σπείρω­ση ευ­ρύτερων κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων για την κλι­μά­κω­ση του α­γώ­να. Έ­τσι εν­δεικτι­κά, οι φοι­τητές στο πα­νεπιστή­μιο Jussieu του Πα­ρι­σιού και αρ­γό­τερα στη Σορ­βόν­νη ορ­γάνω­σαν εκ­δη­λώ­σεις-συ­ζη­τή­σεις α­πό κοι­νού με ερ­γα­ζό­με­νους του τρι­τογενούς το­μέ­α, ε­νώ στη Ρεν η δια­δή­λω­ση των 10.000 ανθρώ­πων της 14ης Μαρ­τί­ου έ­χει προ­ο­ρι­σμό το ερ­γο­στά­σιο Gomma με σκο­πό να δη­λώ­σει την υ­πο­στή­ρι­ξή της προς τους πρό­σφα­τα α­πο­λυμέ­νους ερ­γά­τες της ε­πι­χεί­ρη­σης. Το πλή­θος δια­δη­λω­τών που κατέβη­κε στο δρό­μο εί­χε ως στό­χο την πα­ράλυση της κυ­κλο­φορί­ας (α­πο­κλει­σμός κύ­ριων ο­δι­κών αρτη­ριών και μπλοκάρι­σμα σι­δη­ρο­δρομικών γραμ­μών) και τον α­πο­κλει­σμό των κα­τά τό­πους κρα­τικών πα­ραρ­τημά­των (Νομαρ­χί­ες, Δικαστι­κά Μέ­γα­ρα). Για πα­ρά­δειγμα, στη Βα­λάν­ς γύ­ρω στα 500 α­τό­μα α­πό την πο­ρεί­α των 18.000 αν­θρώ­πων που κα­τευ­θύνθη­κε προς το δη­μαρ­χεί­ο το κα­τα­λαμ­βά­νει χω­ρίς την αντί­δραση των το­πι­κών αρ­χών. Ε­πί­σης, κα­τά την πε­ρί­ο­δο των με­γα­λύτερων διαδηλώσε­ων κά­η­καν τα κα­τά τό­πους ANPE [α­νά­λο­γα του Ο­Α­ΕΔ] που βρί­σκο­νταν στο ε­πί­κε­ντρο της δυ­σα­ρέ­σκειας και μαζί με αυ­τά ξέ­σπα­σαν βί­αιες συ­γκρού­σεις με τις δυ­νά­μεις κα­τα­στο­λής.
Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, το σύ­νολο των συν­δι­κά­των κα­τέ­βη­κε στο δρό­μο –α­πό τις λί­γες φορές εί­ναι α­λήθεια με τό­ση ο­μοφωνί­α– ό­χι μό­νο για λό­γους μι­κρο­πο­λι­τι­κής, εν ό­ψη πά­ντα και των ε­κλογών του 2007, αλλά και για να παί­ξει το γνω­στό ρόλο δια­με­σο­λά­βη­σης συμ­φερόντων και κα­θο­δήγησης του α­γώ­να που τους έ­χει α­να­τε­θεί α­πό την κυ­ριαρ­χί­α. Πιο συ­γκε­κριμένα, τα συν­δικά­τα προ­σπάθη­σαν να πε­ριο­ρί­σουν την α­ντί­δρα­ση στο νο­μο­σχέ­διο της κυ­βέρ­νησης κα­τευ­θύ­νο­ντας τις διεκ­δικήσεις των ερ­γα­ζο­μέ­νων. Α­πό τη στιγ­μή βέ­βαια που οι ί­διοι οι ερ­γα­ζό­με­νοι α­να­ζή­τησαν ση­μεί­α στήριξης του α­γώ­να τους στα ί­δια τα συν­δι­κά­τα, ε­κεί­να έδω­σαν τη γραμμή: «Βιλ­πέν παραι­τήσου», «ό­χι στο CPE, αλ­λά ναι στη δια­τή­ρη­ση του CDI [Συμ­βόλαιο Αορί­στου Χρό­νου]». Η CGT για πα­ρά­δειγ­μα, που α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα πιο δυναμι­κά υπο­τί­θε­ται συν­δι­κά­τα που ε­λέγ­χεται α­πό το ΚΚΓ, ό­ταν έ­γι­νε λό­γος να μην περιο­ρι­στεί η δια­μαρ­τυ­ρία μό­νο στο CPE, αλ­λά να συ­μπε­ρι­λά­βει το σύ­νο­λο του νο­μο-πλαι­σί­ου για την «ισότη­τα των ευ­και­ριών», βρή­κε την ευ­και­ρί­α να κά­νει λό­γο για την ανα­γκαιό­τη­τα «ε­νό­τη­τας του αγώ­να» και τη συ­νέ­χι­ση της διεκ­δί­κη­σης της στα­θε­ρής σύμ­βα­σης ερ­γα­σί­ας. Η στά­ση των ίδιων των φοι­τη­τι­κών πα­ρατά­ξε­ων α­πό την άλ­λη δεν υ­πήρ­ξε και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή: διά­σπα­ση των αι­τη­μά­των με διε­ξα­γω­γή στις Γε­νι­κές Συ­νε­λεύ­σεις ξε­χωριστής ψηφοφο­ρί­ας για το CPE και ξεχω­ρι­στής για τη δια­τύ­πω­ση δια­φο­ρε­τι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων ε­κτός CPE.
Πέ­ρα ό­μως α­πό αυ­τά, τα συν­δι­κά­τα, ε­κεί ό­που έ­νιω­θαν να χά­νουν τον έ­λεγ­χο της κατά­στασης, ε­πι­χει­ρού­σαν και τον χρο­νικό περιο­ρι­σμό της σύ­γκρου­σης ώ­στε ό­λα σύ­ντο­μα να ε­πι­στρέ­ψουν στην η­με­ρή­σια διά­τα­ξη. Ό­χι μό­νο ασκού­σαν πιέ­σεις προς τους φοι­τη­τές για τερ­μα­τι­σμό των καταλή­ψε­ων και ε­πι­στρο­φή στα μα­θή­μα­τα, ό­πως με­τά α­πό τη με­γά­λη πο­ρεί­α της 18ου Μαρτί­ου ό­που με δε­δο­μέ­νη την α­νυ­πο­χώ­ρη­τη στά­ση των α­φε­ντι­κών έμπαινε ε­πιτακτι­κά το ζή­τη­μα του προσα­νατολι­σμού και της κα­τεύ­θυν­σης α­πό κει και πέ­ρα του α­γώ­να, αλλά και ε­μπό­δι­ζαν, ό­που χρειά­ζονταν, η γε­νί­κευ­ση της διαμαρ­τυρί­ας να λά­βει ριζο­σπα­στικότε­ρα χα­ρα­κτηρι­στι­κά. Στη Ρεν για πα­ρά­δειγ­μα, μέ­λη της UNEF ε­μπό­δι­σαν έ­να τμή­μα της πορείας να κα­τευθυν­θεί προς το κα­τει­λημμέ­νο δη­μαρ­χεί­ο προ­κει­μέ­νου να συ­μπα­ρα­στα­θεί στους κατα­λη­ψί­ες και να δια­δώ­σει τα αι­τή­μα­τά τους, πα­ρό­λο που η ε­νέρ­γεια αυ­τή εί­χε υ­περ­ψηφιστεί στη Γε­νι­κή Συ­νέ­λευση της προ­ηγού­με­νης μέ­ρας.
Εκεί, ω­στό­σο, ό­που η α­γω­νι­στι­κό­τη­τα των δια­δη­λω­τών α­νέ­βαι­νε και οι α­γώ­νες εί­χαν αποκτήσει ση­μα­ντι­κά ε­ρείσμα­τα σε αυ­τό­νο­μες κι­νή­σεις (ό­πως π.χ. κα­τα­λή­ψεις) τμή­μα­τα των δια­δηλωτών ήρ­θαν, έ­στω και για λί­γο, σε α­ντι­πα­ρά­θε­ση με τους ί­διους τους συν­δι­κα­λι­στι­κούς φο­ρείς αναφο­ρι­κά τό­σο με το ποια θα πρέ­πει να εί­ναι τα αι­τή­μα­τα του α­γώ­να, ό­σο και με τον τρό­πο με τον οποίο αυ­τά θα πρέ­πει να διεκ­δι­κη­θούν. H αντι­πα­ρά­θε­ση αυ­τή δεν πε­ριο­ρί­στη­κε α­πλά και μό­νο στο επίπε­δο των συν­θη­μά­των κα­τά τη διάρ­κεια των πο­ρειών που ορ­γα­νώ­θη­καν ό­πως το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό για πα­ρά­δειγ­μα σύν­θη­μα «α­πό­συρ­ση, α­πό­συρ­ση της CGT» ως ευθεί­α α­πά­ντη­ση στο «α­πό­συρ­ση, από­συρση του CPE» που φώ­ναζαν τα μέ­λη της CGT ή και το «Ό­χι στο CPE για πε­ρισ­σό­τε­ρο CDI». Α­ντί­θετα, η α­ντι­πα­ρά­θε­ση αυ­τή εκ­δη­λώ­νο­νταν πιο έντο­να σε πε­ριπτώ­σεις όπου οι δια­δικασί­ες ε­κείνες του α­γώ­να δεν ε­πέ­τρε­παν στα συν­δι­κά­τα να παί­ξουν το ρό­λο τους. Σε ε­κεί­νες δηλα­δή τις περιπτώ­σεις ό­που υπήρ­ξαν σπέρ­ματα α­μεσοδη­μο­κρα­τι­κών δια­δι­κα­σιών με την ψή­φι­ση στις Γε­νι­κές Συνε­λεύ­σεις προ­σω­ρι­νών και ά­με­σα ανακλη­τών εκπρο­σώ­πων. Οι κα­τα­λήψεις δη­λα­δή ε­κεί­νες ό­που ήταν α­νοι­χτές στον κό­σμο και μπο­ρούσαν να εκ­φρα­σθούν οι διαφο­ρε­τι­κές α­πό­ψεις και όπου οι τάσεις του κι­νή­μα­τος έ­γι­ναν σημεί­α ό­που τέ­θη­κε α­νοι­χτά το ζή­τη­μα της «precarite» ως μιας γενικότε­ρης κατάστα­σης που πλήτ­τει τις ί­διες τις συν­θή­κες ύ­παρ­ξης των αν­θρώπων στις βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες. Στη Σορ­βόν­νη για πα­ρά­δειγ­μα οι κα­τα­λη­ψί­ες που θέ­τουν το ζή­τη­μα της «precarisation» της ί­διας της κοινωνί­ας, της ευ­ρύ­τε­ρης δια­δι­κα­σί­ας δηλα­δή α­να­σφα­λι­στι­κο­ποίη­σης των ί­διων των συν­θη­κών ύπαρ­ξης, προ­σπαθούν να τη συν­δέ­σουν με την πα­ράλ­λη­λη δια­δι­κα­σί­α ε­γκλη­μα­τι­κο­ποί­η­σης ειδι­κών ο­μά­δων του πληθυ­σμού (γε­γο­νό­τα του Νο­έμ­βρη). Ζη­τή­μα­τα σαν αυ­τά για την α­νά­γκη α­νοίγ­ματος της συ­ζή­τη­σης θέ­το­νται ω­στό­σο εν μέ­ρει και α­πό ε­πί μέ­ρους μόνο τά­σεις του κινή­μα­τος κα­τά του CPE. Αν και στο σύ­νο­λό τους ό­σοι και ό­σες κατέ­βη­καν στο δρό­μο ή­ταν σύμ­φω­νοι με την α­πόρ­ρι­ψη του ί­διου του νο­μο­σχε­δί­ου, πα­ρό­λα αυ­τά δεν κατά­φε­ραν να προτεί­νουν κά­ποια δια­φο­ρε­τι­κή προοπτι­κή υ­πό την οποί­α να μπο­ρούν συ­να­ντη­θούν οι ε­πι­μέ­ρους τά­σεις του κινήμα­τος. Δε φά­νη­κε δηλαδή, α­κό­μα και στις πε­ρι­πτώ­σεις ό­που υ­πήρ­χαν οι προϋπο­θέ­σεις, να εμ­φα­νί­ζο­νται σε μα­ζι­κό ε­πίπεδο ε­κεί­να τα χα­ρα­κτηριστι­κά, ό­πως συ­νέ­βη στις α­περ­γί­ες του 1995, που να ε­πι­τρέ­πουν την ριζική αμ­φι­σβή­τη­ση της μορφής κόμ­μα-συν­δι­κά­το και που θα ε­πέ­τρε­παν να α­να­πτυ­χθούν οι αυ­τό­νο­μες εκεί­νες τά­σεις που θα έ­θε­ταν τις βά­σεις για τη διεύ­ρυν­ση των κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων. Α­πό τη στιγ­μή που η α­ντί­δρα­ση αυτή συγκρο­τή­θη­κε τε­λικά αρ­νη­τι­κά στη βά­ση πε­ρισσό­τε­ρο μιας α­ντί­θε­σης πα­ρά ε­νός κοι­νού προτάγ­μα­τος που να ε­νώ­νει τις ε­πι­μέ­ρους δια­φω­νί­ες –εκφρα­ζό­με­νη κα­τά το με­γα­λύτε­ρο μέρος της μέσα α­πό την α­πο­δο­κι­μα­σί­α μιας κα­τά­στα­σης, κα­θώς και την α­παι­σιο­δο­ξί­α για το μέλλον– ε­πό­με­νο ή­ταν να μην της ε­πιτρέ­ψει να διο­χε­τευ­τεί σε άλ­λες ο­δούς και να πά­ρει άλ­λες μορφές.
Η α­δυ­να­τό­τη­τα δια­τύ­πω­σης κοι­νών συμ­φε­ρό­ντων προς διεκ­δί­κη­ση που να υ­περβαίνουν τα κορ­πο­ρα­τι­στικά-συ­ντε­χνια­κά συμ­φέ­ρο­ντα κα­θώς και ε­πί­κλη­σης ε­νός «κοι­νού τόπου» συ­νά­ντη­σης, μιας κοι­νής κουλ­τού­ρας, α­πο­τε­λεί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τη συ­νέ­πεια της πλή­ρους α­να­διάρ­θρω­σης των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων και των μορ­φών αλ­λη­λεγγύ­ης που σε με­γά­λο βαθ­μό έ­χει ε­πι­βάλ­λει ο καπιτα­λι­σμός τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια μετα­σχη­μα­τί­ζο­ντας τις ί­διες τις συν­θή­κες ύ­παρ­ξης στις α­νεπτυγ­μέ­νες χώ­ρες. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, για πα­ρά­δειγ­μα, του γε­γο­νό­τος αυ­τού ήταν πως την ί­δια ώ­ρα που οι δη­μό­σιοι υ­πάλ­ληλοι του γαλ­λι­κού κράτους α­περ­γού­σαν με σκο­πό να υ­πε­ρα­σπι­στούν τη θέ­ση και τα προνό­μιά τους στο γρα­φειο­κρα­τι­κό σύστη­μα, ερ­γα­ζό­με­νοι στον ι­διω­τι­κό το­μέ­α τους θε­ω­ρού­σαν τους κύ­ριους υ­παί­τιους της α­νι­σο­κα­τα­νο­μής των εισοδη­μά­των τους. Στην α­δυ­να­μί­α αυ­τή ο­φεί­λε­ται και η ο­λο­κληρω­τι­κή α­πο­τυ­χί­α με­τα­τρο­πής των κοι­νω­νι­κών αι­τη­μά­των που δια­τυ­πώ­θη­καν κα­τά τις κι­νη­το­ποιήσεις του Μαρ­τί­ου και του Απρι­λί­ου σε πο­λι­τι­κά μέ­σα α­πό τη διεύ­ρυν­ση του α­γώ­να. Έ­να πρώ­το προσω­ρι­νό συ­μπέρα­σμα α­πό το γε­γο­νός αυ­τό εί­ναι πως η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της υ­φιστά­με­νης εκ­με­τάλλευ­σης και καταπί­ε­σης από μό­νη της –ό­σο και αν θεωρεί­ται ι­κα­νή και α­να­γκαί­α συν­θή­κη– ό­χι μό­νο δεν κατα­φέρ­νει να α­πο­τε­λέ­σει συ­στα­τι­κό στοι­χεί­ο για την πο­λι­τι­κή συ­γκρότηση ε­νός κι­νή­μα­τος, αλλά φαίνεται να βα­θαί­νει α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τους ε­πι­μέ­ρους δια­χω­ρι­σμούς και τις διαι­ρέ­σεις. Αυ­τό ό­μως δεν ο­φεί­λε­ται τό­σο ή μό­νο στο ότι δε γί­νε­ται ευ­ρύ­τε­ρα συ­νει­δη­τή η ρί­ζα των διαχω­ρι­σμών αυτών στο ί­διο το κα­πι­ταλιστι­κό σύ­στη­μα, ό­σο και στο ό­τι α­που­σιά­ζει έ­να άλλο αντα­γω­νι­στι­κό πρόταγ­μα που να μπο­ρεί να α­πα­ντή­σει στο πο­λύ α­πλό ερώ­τη­μα του τι να κάνου­με και προς τα πού να πά­με. Και α­πό τη στιγ­μή που το πλή­θος που κα­τέ­βη­κε στο δρόμο δεν έ­θε­σε ως κύ­ριο στό­χο του πριν α­πό ό­λα το ξε­πέ­ρασμα των δια­χω­ρι­σμών αυτών ο­δηγή­θη­κε αναγκα­στι­κά στο να τους α­ναπαρά­γει. Η αδυναμί­α έ­τσι ξε­πε­ρά­σμα­τος α­ντι­λή­ψε­ων και πρα­κτικών του πα­ρελ­θό­ντος ή­ταν α­πό τις συ­νι­στώ­σες εκεί­νες που βα­ραί­νουν ι­διαίτερα στον α­πολογι­σμό των κι­νη­το­ποι­ήσε­ων, ό­σο του­λά­χι­στον βα­ραί­νουν και οι μορ­φές των νε­κρών στις συνειδή­σεις των ζωντα­νών.
Ί­χνη του βά­ρους αυ­τού, αυ­τή τη φο­ρά με τη στοι­χειω­μέ­νη μορ­φή του φα­ντά­σμα­τος του Μά­η του ’68, εί­δα­με στα κεφά­λια κάποιων τά­σε­ων των πο­λι­τικών υ­πο­κει­μέ­νων του χώ­ρου της αμ­φι­σβήτη­σης στην κα­τά­λη­ψη της EHESS. Οι πιο πο­λιτικο­ποι­ημένες αυ­τές τά­σεις του κι­νήματος α­ντί να κα­τα­λά­βουν τον πραγ­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της δια­μαρ­τυ­ρί­ας, αντί να προ­σπαθή­σουν να αναλύ­σουν τη σημε­ρινή κα­τά­στα­ση και να ε­πι­νο­ή­σουν τρό­πους ε­πι­κοι­νω­νί­ας με τα κοινωνι­κά υ­πο­κεί­με­να του αγώ­να, α­ντί να συμ­βάλ­λουν στη δη­μιουρ­γί­α μιας νέ­ας γλώσ­σας που να κα­τα­λα­βαί­νει τα ση­με­ρι­νά προ­βλή­μα­τα, προ­σπάθησαν να νε­κραναστή­σουν το πα­ρελ­θόν και να το ε­πι­βάλ­λουν στο πα­ρόν. Αφού κατέ­φτα­σαν στο χώ­ρο της EHESS έ­χο­ντας ή­δη λά­βει τις αποφά­σεις τους και κρί­νοντας ως «αντι-α­γω­νι­στι­κή» την α­να­γκαιό­τη­τα πραγ­μα­το­ποί­η­σης μιας δη­μο­κρα­τι­κής Γενικής Συ­νέ­λευσης με ε­ναλ­λα­γή του λό­γου α­πό τους συμ­με­τέ­χο­ντες, κατό­πιν εκ­δί­ωξαν απει­λώ­ντας ό­σους και ό­σες δε συμφωνού­σαν –ή πιο σω­στά δεν εί­χαν τον ανά­λο­γο συ­σχε­τι­σμό δύ­να­μης για να ε­πι­βά­λουν την άποψή τους– με το χα­ρα­κτή­ρα που θα πρέπει να πά­ρει η κα­τά­λη­ψη. Και ό­λα αυ­τά με την πρόφα­ση να αποτε­λέ­σει η EHESS το ση­μεί­ο σύ­γκλι­σης ό­λων των τά­σε­ων του α­γώ­να, με­τά και την εκ­δί­ω­ξη α­πό τις δυ­νά­μεις κα­τα­στο­λής των ε­ξε­γερ­μέ­νων φοι­τητών α­πό τη Σορ­βόν­νη. Γε­γο­νό­τα, σαν αυ­τά που εκ­φράστη­καν α­πό τις πιο πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νες τά­σεις του χώ­ρου της αμ­φι­σβή­τη­σης δε φα­νε­ρώ­νουν τίπο­τε άλ­λο πέ­ρα α­πό την πλή­ρη έκ­πτω­ση ε­νός πο­λι­τι­κού-ιδε­ο­λο­γι­κού λό­γου που έ­χει αυ­το­νο­μη­θεί α­πό τα κοινω­νι­κά του ρι­ζώ­μα­τα και που εί­ναι ε­ντελώς α­νίκα­νος να α­πα­ντή­σει στα κα­θη­με­ρι­νά προ­βλήμα­τα των αν­θρώ­πων. Για το λό­γο αυ­τό και εί­ναι ανα­γκα­σμέ­νος συ­νε­χώς να α­να­πα­ρά­γει λενινι­στι­κές πρακτι­κές πρω­τοπο­ρί­ας προ­κει­μέ­νου να ε­πι­βιώ­σει και να δι­καιο­λο­γή­σει την ύ­παρ­ξή του.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αυ­τές των ερ­γα­ζο­μέ­νων αναδεικνύ­ουν σε ό­λη της την έ­κτα­ση τη βαθιά κρίση της ί­διας της ερ­γα­σί­ας και ει­δι­κότε­ρα των νέ­ων μορ­φών απασχό­λη­σης που απο­τέ­λε­σαν τον προ­μα­χώ­να της κα­πι­τα­λι­στικής α­ντεπί­θε­σης με­τά την κα­τάρρευ­ση των φορ­ντικών ρυθ­μί­σε­ων στις βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες. Οι νέ­ες αυ­τές μορ­φές α­πα­σχόλησης με κύ­ρια χα­ρα­κτηριστι­κά την ε­λα­στι­κότη­τα, την προ­σω­ρι­νό­τη­τα και την α­να­σφά­λεια, οικο­δο­μή­θη­καν στη βάση του νεοφι­λε­λεύθε­ρου σχε­δί­ου πά­νω στο δια­χωρι­σμό με­τα­ξύ ερ­γα­σιακών δι­καιωμά­των και α­πα­σχό­λη­σης, ό­πως και του πα­ρα­γό­με­νου κοινωνι­κού πλού­του και της ί­διας της ερ­γα­σί­ας που πα­ρά­γει τον πλού­το αυ­τό. Στη βά­ση αυ­τή οι α­γώ­νες ε­νά­ντια στο CPE θέ­τουν ξα­νά το ζήτη­μα της εκ­με­τάλ­λευ­σης και των κοι­νω­νι­κών α­νι­σο­τή­των σε μια όμως διαφο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση α­πό ε­κεί­νη που το εί­χε θέ­σει πα­λαιοτέ­ρα η ερ­γα­τι­κή τά­ξη. Ως γνω­στόν, τα α­φε­ντικά α­πέ­να­ντι στην κρι­τι­κή της εκ­με­τάλ­λευ­σης της εργατι­κής δύ­να­μης που έ­θε­τε το ερ­γα­τι­κό κί­νημα στις βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες της δύ­σης α­πά­ντη­σαν με την με­τα­φο­ρά της παραγω­γής και των κε­φα­λαί­ων τους σε χώ­ρες με φθηνό ερ­γα­τι­κό κό­στος και χωρίς ερ­γα­σια­κά δικαιώ­μα­τα. Με τον τρό­πο αυ­τό ου­σιαστι­κά έ­κα­ναν την κινητι­κό­τη­τα των κε­φα­λαί­ων τους το κύ­ριο ό­πλο υ­πονό­μευ­σης των ερ­γα­σια­κών διεκ­δι­κή­σε­ων που στηρίζονταν στην κρι­τι­κή της εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης. Οι εκ­με­ταλ­λευό­μενοι ό­μως που κα­τέ­βη­καν στο δρό­μο α­νοίγοντας το ζή­τη­μα της precarite, δή­λω­ναν την α­ντί­θε­σή τους ό­χι α­πλά και μό­νο στην εκ­μετάλ­λευ­ση α­πό την ί­δια την πώ­λη­ση της ερ­γατικής τους δύ­να­μης, αλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σότε­ρο την α­ντί­θε­σή τους στην εκ­με­τάλ­λευ­ση της ί­διας τους της διαθεσιμό­τητας να εί­ναι εκ­με­ταλ­λεύ­σι­μοι. Την εκ­με­τάλλευ­ση δη­λα­δή στην ο­ποί­α υ­πό­κει­ται κα­τά πρώ­το λό­γο ο α­να­σφα­λής εργα­ζό­με­νος να βρίσκεται διαρκώς στη διά­θε­ση του ερ­γο­δό­τη, σω­μα­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά, χω­ρίς αυ­τός ο τε­λευ­ταί­ος να εί­ναι υποχρε­ω­μέ­νος να α­ντα­μείβει πα­ρά τις πε­ριό­δους ε­κεί­νες για τις ο­ποί­ες θεω­ρεί(ται) πως «πραγ­ματικά» ερ­γά­ζεται για την ε­πι­χεί­ρη­ση. Πρό­κειται στην ου­σί­α για το βα­σι­κό­τε­ρο ση­μεί­ο του νό­μου για το CPE, ο ο­ποί­ος βα­σίζο­νταν στη διά­κρι­ση με­τα­ξύ «πραγμα­τι­κού» χρό­νου ερ­γα­σί­ας και χρό­νου δοκιμα­στι­κής χρή­σης του ερ­γα­ζό­με­νου από το α­φε­ντικό του με μειω­μέ­νες α­πο­δο­χές. Το καθεστώς δηλαδή του «ερ­γα­ζό­μενου kleenex», ό­πως τον ο­νό­μα­σαν οι δια­δη­λω­τές που κατέβη­καν στο δρό­μο, που εί­ναι το ί­διο α­να­λώσι­μος ό­πως και τα χαρ­το­μά­ντι­λα της ο­μώνυ­μης ε­ται­ρί­ας και που α­πο­τε­λεί την κα­ρι­κα­τού­ρα του προ­σαρ­μόσιμου, διαθέ­σι­μου και υ­πο­τα­κτι­κού ε­κεί­νου ερ­γα­ζό­με­νου στην κά­θε απαί­τη­ση των α­φε­ντι­κών του προ­κει­μέ­νου να μπορέ­σει να κατακτήσει μια θέ­ση στην α­γο­ρά ερ­γα­σί­ας που να του εξασφα­λί­ζει τα α­πα­ραί­τη­τα για την ε­πι­βί­ω­ση. Δια­θε­σι­μό­τη­τα του να πρέ­πει να δεί­χνε­σαι συνεχώς εκμε­ταλ­λεύ­σι­μος α­πέ­να­ντι στην α­πει­λή να μείνεις μη-εκμε­ταλ­λεύ­σι­μος και ά­ρα ά­νερ­γος, δια­θε­σι­μότητα του να γνωρίζεις να εί­σαι συ­νερ­γά­σι­μος και προσαρ­μό­σι­μος α­πέ­να­ντι στην α­πει­λή του να μεί­νεις ε­κτός του δι­κτύ­ου ε­παγγελ­μα­τι­κών ε­πα­φών και ά­ρα στην ί­δια ε­πι­σφα­λή θέ­ση στην ιε­ραρχία, δια­θε­σι­μό­τη­τα για συ­νε­χή ε­πι­μόρ­φω­ση και ε­ξει­δί­κευ­ση ώ­στε να α­νταποκρί­νε­σαι στο πνεύ­μα για και­νοτο­μί­α και αλ­λα­γή που ε­πι­τάσ­σει το νέ­ο μά­να­τζμε­ντ, δια­θε­σιμότη­τα της ί­διας σου της ύ­παρ­ξης, του να μπο­ρείς δη­λα­δή να που­λάς στην α­γο­ρά τα ι­διαίτερα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά σου με τη μορ­φή προσόντων/ι­κα­νο­τή­των, ώ­στε να γί­νεις εκ­μεταλ­λεύ­σι­μος και ά­ρα να δει­χτείς ικα­νός για εκ­μετάλ­λευ­ση, δια­θε­σιμό­τη­τα εν ο­λί­γοις του να εί­σαι εκ­με­ταλ­λεύσιμος που στην ου­σί­α με­τατοπί­ζει εξ’ ο­λο­κλή­ρου το βά­ρος της ευ­θύ­νης της α­νερ­γί­ας και της α­να­σφάλειας (και ό,τι αυ­τά συ­νε­πάγο­νται) που έ­χει ε­πιβλη­θεί α­πό τον κα­πι­τα­λι­σμό στους ίδιους τους εργα­ζομένους.

Το­πο­θε­τώ­ντας την κρι­τι­κή στη βά­ση αυ­τή λοι­πόν, οι α­γώ­νες για το CPE φέρ­νουν στην επιφά­νεια τη βα­θιά κρί­ση νο­μι­μο­ποίησης του ι­δε­ο­λο­γή­μα­τος της «ισό­τη­τας των ευ­και­ριών», πά­νω στο ο­ποί­ο έ­χει θεμελιω­θεί το νε­οφι­λε­λεύ­θε­ρο σχέ­διο και στο ο­ποί­ο έ­χουν πα­τή­σει ουσια­στι­κά διά­φο­ροι πρό­σφα­τοι νό­μοι. Το ι­δεο­λό­γη­μα αυ­τό, που πα­ρου­σιά­στη­κε και με τη μορ­φή νο­μο-πλαι­σί­ου, πα­ρουσιάζο­ντας σα δί­καια και α­ναμ­φι­σβή­τη­τα τα απο­τε­λέ­σμα­τα των α­ντα­γω­νι­σμών της α­γο­ράς ερ­γασί­ας, νο­μιμοποιού­σε το δια­χω­ρι­σμό των ερ­γασιακών δι­καιωμά­των α­πό την ί­δια την απα­σχό­λη­ση με σκοπό να «το­νώ­σει» την ε­πι­χει­ρηματι­κό­τη­τα του γαλλι­κού κε­φα­λαί­ου. Α­πέ­να­ντι σε αυ­τά το κί­νη­μα των α­νέρ­γων έ­θε­τε ως βα­σι­κό ζήτη­μα διεκ­δίκη­σης την κα­τάργη­ση των ε­πι­μέ­ρους οι­κονο­μικών α­νι­σοτήτων στη βά­ση της ε­παγ­γελ­μα­τι­κής ε­ξει­δί­κευ­σης και α­παιτού­σε την ύ­παρξη ε­νός στα­θε­ρού ει­σο­δήματος που να μη συν­δέ­ε­ται με το ί­διο το ε­πάγ­γελ­μα (σύν­θη­μα: «ερ­γα­σί­α ασυ­νε­χής, μι­σθός συ­νε­χής»). Έ­στω κι αν δε γενι­κεύτη­καν, αι­τή­μα­τα σαν αυ­τά α­πο­τε­λούν τα πρώ­τα ί­σως δείγ­μα­τα αντι­στά­σε­ων α­πέ­να­ντι στη νεο­φι­λε­λεύθε­ρη α­παί­τη­ση ε­ξάρτη­σης ό­λο και πε­ρισ­σότε­ρο σφαι­ρών της ί­διας της ζω­ής α­πό την α­γο­ρά ερ­γα­σί­ας. Αν και ως τέ­τοια η α­παί­τη­ση αυ­τή α­πο­τε­λεί πριν α­πό ό­λα βα­σι­κό πα­ράγοντα του ί­διου του κα­πι­τα­λισμού, ω­στό­σο οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις α­νέ­δει­ξαν μια πρώ­τη άρ­νη­ση του μοντέλου αυ­τού. Και μπο­ρεί οι α­γώ­νες αυ­τοί να μην μπό­ρε­σαν να αμφι­σβη­τή­σουν το μο­ντέ­λο αυ­τό στο σύ­νο­λό του, θα πρέ­πει μάλ­λον ό­μως να γί­νουν κατανο­ητοί σαν τα πρώ­τα δείγ­μα­τα α­πά­ντη­σης απένα­ντι στα νέ­α δε­δο­μένα που έ­χει θέ­σει ο καπιτα­λι­σμός στις χώ­ρες τις δύσης.
Οι πρό­σφα­τοι α­γώ­νες στη Γαλ­λί­α έ­δω­σαν το πο­λι­τι­κό βά­πτι­σμα σε μια νέα γε­νιά αγωνιστών και μά­λι­στα μέ­σα α­πό τις ί­διες τις δια­δι­κα­σί­ες του α­γώ­να, κα­θι­στώ­ντας ευ­ρέ­α συ­νειδη­τό πως η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ανα­σφά­λειας και της α­νερ­γί­ας εί­ναι προς το ό­φε­λος των ίδιων των α­φε­ντι­κών. Ανέ­δει­ξαν ό­μως ταυ­τόχρο­να και μια πραγμα­τι­κό­τη­τα που συ­νή­θως την ξεχνάμε ή κά­νου­με πως την ξε­χνά­με. Κα­τά πρώ­τον, πως στην πα­ρού­σα στιγ­μή της κα­πι­ταλιστι­κής πραγ­μα­τι­κότη­τας η κα­τά­κτηση, και ά­ρα η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση, α­κό­μα και ε­λά­χι­στων πραγ­μά­των, ό­πως η α­πό­συρση ε­νός νό­μου, α­παι­τεί πο­λύ σκλη­ρούς α­γώ­νες. Κα­τά δεύτε­ρο, πως το πο­λι­τι­κό σχέδιο της α­πε­λευθέ­ρω­σης, με­τά και την έκ­πτω­ση των ε­πα­να­στα­τι­κών πο­λιτικών προ­ταγ­μάτων, θα πρέ­πει, αν τουλάχι­στον δε θέ­λου­με να πα­ρα­μέ­νει έ­να κε­νό γράμ­μα, να ε­πι­νο­η­θεί εκ νέ­ου α­πό το ση­μεί­ο μη­δέν και να ξε­δι­πλω­θεί α­πό αυ­τό το ση­μεί­ο προς το μέλ­λον. Ο γαλ­λι­κός Μάρ­της επ’ αυ­τού α­πο­δει­κνύ­ει πως βρι­σκό­μα­στε α­κό­μα στην αρ­χή αυ­τού που μένει να γί­νει. Ε­κεί­νο ω­στό­σο που μέ­νει ως πα­ρα­κα­τα­θή­κη σε ε­μάς α­πό τους αγώνες αυ­τούς, α­πό τους περα­σμέ­νους, αλ­λά και τους ε­πό­με­νους εί­ναι πρώ­τα και κύ­ρια η διά­θε­σή μας να κατα­νο­ή­σου­με το νό­η­μά τους, καθώς και η διαθε­σι­μό­τη­τα μας να τε­θού­με στην υπη­ρε­σί­α του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού σχε­δί­ου. Προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή η προσεκτι­κή ανάγνω­ση των νέ­ων αγώ­νων, φα­νε­ρών ή α­ό­ρα­των, που ξε­σπά­νε σε διάφο­ρα κοι­νω­νι­κά πε­δί­α στις διά­φο­ρες γω­νιές αυ­τού του πλανή­τη α­πο­τε­λεί για ε­μάς ζή­τη­μα ά­με­σης πο­λι­τι­κής προ­τε­ραιό­τη­τας.

Σημείωση: Τα στοι­χεί­α για τη συγ­γρα­φή του άρθρου προ­έρ­χο­νται α­πό αρ­κε­τά ε­τε­ρό­κλη­τες πη­γές. Δε­δο­μέ­να για την ανερ­γί­α και την α­να­σφά­λεια (precarite) στη Γαλ­λί­α βρέ­θη­καν στο Tableaux de l’economie francaise, του INSEE για το 2005-2006, ό­πως επίσης και τη Le Monde (1/06/05). Α­ποσπά­σμα­τα α­πό το λό­γο των μα­θη­τών και των φοιτη­τών κα­θώς και οι πληρο­φο­ρί­ες που δί­νουν για την ορ­γά­νω­ση των κα­τα­λήψε­ών τους προ­έρ­χο­νται α­πό την ι­στοσε­λί­δα www.cequilfautdetruire.org και τη Liberation (20/03/06). Τα στοι­χεί­α για τις κι­νη­το­ποι­ή­σεις και τους αγώνες στο μεγαλύ­τε­ρο μέ­ρος της γαλ­λι­κής ε­πι­κρά­τειας πάρ­θηκαν κυ­ρί­ως α­πό το ει­δι­κό τεύ­χος α­φιέ­ρω­μα πά­νω στο Anti-CPE κί­νη­μα της ε­πι­θε­ώ­ρη­σης No Pasaran τχ. 48 Α­πρίλιος 2006, κα­θώς και τα το­πι­κά Indymedia. Τέλος, οι φωτογραφίες ποθ συνοδεύουν το κείμενο είναι από την κατάληψη της EHESS.

No comments: